SWAT: ΟΙ ΔΥΝΑΣΤΕΙΕΣ ΤΩΝ APRACA & ODI ΥΠΟ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΡΡΟΗ
Οι Apracharajas (επίσης γνωστοί ως Apracarajas, Apraca, Avacas) ή Ασπάσιοι[1] υπήρξαν Ινδο - Σκυθική δυναστεία του σημερινού Δυτικού Πακιστάν. Η πρωτεύουσα της επικράτειάς τους, γνωστή ως Apracapura (επίσης Avacapura), βρισκόταν στην περιοχή Bajaur του Khyber-Pakhtunkhwa, Pakistan. Η ηγεμονία της Apraca επί του Bajaur διήρκεσε από τον 1ο αι. π.Χ. έως τον 1ο μ.Χ. περίπου.
Περιοχή Bajaur του Khyber-Pakhtunkhwa, Pakistan
Οι Apraca / Ασπάσιοι δημιούργησισαν κρατική οντότητα στα βόρεια της Ινδίας, υπεστήριξαν τον Βουδισμό και εδέχθησαν την ισχυρή επίδραση του Ελληνικού (Ελληνιστικού) πολιτισμού, περί την αυγή της νέας εποχής, περιλαμβανομένης της υιοθετήσεως του Σελευκιδικού διοικητικού συστήματος ή, έστω, τίτλων αξιωματούχων του!.[1a]
Σύμφωνα με τον Marco Galli στα εδάφη της Αρχαίας Uḋḋī yāna (σημερινό Δ. Πακιστάν) διαπιστώνεται η άνθιση ενός καλλιτεχνικού ιδιώματος της Gandhara και η παρουσία ενός Ελληνιστικού ανακτορικού πλαισίου / κλίματος. Αυτό που προκύπτει από τα νέα φιλολογικά και αρχαιολογικά τεκμήρια είναι οι σημαντικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της καλλιτεχνικής παραγωγής και του ευεργετισμού (ήτοι της πρακτικής των βασιλικών χορηγιών) που έγιναν από τους ηγεμόνες της Apraca και του Odi: πολλές αποδείξεις δείχνουν την ουσιαστική συμμετοχή των τοπικών δυναστειών ως δωρητών προκειμένου να 'κατασκευαστεί' το ιερό τοπίο. Τι επιρροή είχαν αυτές οι τοπικές δυναστείες στην δομή της θρησκευτικής επικοινωνίας; Πώς αντικατοπτριζόταν αυτή η τοπική δύναμη και το Ελληνιστικό της υπόβαθρο στις εικόνες και τα περίπλοκα διακοσμητικά βουδιστικά μνημεία; Προκειμένου να κατανοήσουμε την δυναμική μεταξύ της εξουσίας και της θρησκευτικής επικοινωνίας στον ιερό χώρο της κοινωνίας της πρώιμης Γανδαρίτιδας, όχι μόνον μερικά γνωστά εικονογραφικά θέματα ερμηνεύονται τώρα ως αυτοπροσωπείες (αυτοπαρουσιάσεις) του αριστοκρατικού status (περιλαμβάνοντος κοινωνικά ριζωμένες συνήθειες, δεξιότητες και διαθέσεις), αλλά και η παρουσία ενός 'θεατού στην απεικόνιση' εκτιμάται ως μια ισχυρή οπτική στρατηγική για την προβολή της θρησκευτικής εμπειρίας ως προκλητικής τελετουργικής παραστάσεως.
Νόμισμα του Apracaraja Aspavarma με απεικόνιση της θεάς Αθηνάς
Μεταξύ των τεκμηρίων τα οποία συνδέουν τον Ελληνικό πολιτισμό και τις προαναφερθείσες δυναστείες και την περιοχή Bajaur - Buner σημειώνουμε:
Βουδιστική λειψανοθήκη Shilkot ή Bajaur επί Μενάνδρου
(α) η λειψανοθήκη από το Shilkot επί Vijayamitra II, ή λειψανοθήκη Bajaur επι Μενάνδρου, υιοθετεί τον τύπο της Ελληνικής πηνιόσχημης πυξίδας, το αυτό δε συμβαίνει με την λειψανοθήκη την φέρουσα αφιέρωση του πρίγκηπα Indragivarma, υιού του προηγουμένου.[2] Ο Vijayamitra II έχει θεωρηθεί ηγεμών υποτελής του Μενάνδρου,[3] όμως ότι ο Salomon (Salomon 1988) τον θεωρεί ιδρυτή της δυναστείας των Apraca (ή Ασπασίων κατ’ Αρριανό ;) ευρισκομένων υπό την επικυριαρχία του Άζη (Azes) και των επιγόνων του. Πάντως για την αλληλο διαπλοκή του Ελληνικού στοιχείου με τους Ινδο – Σκύθες σημειώνεται Σημειώνεται ότι ο Maues (προκάτοχος του Azes) υπήρξε βασιλεύς – ή συμβασιλεύς με την Ελληνίδα Μαχηνή – του Ινδο – Ελληνικού βασιλείου με έδρα τα Τάξιλα, μάλιστε δε διέθετε υιό με το όνομα Αρτεμίδωρος![4]
Bασιλικό δακτυλίδι του Indravarma
(β) Εκτιμάται ότι το βασιλικό δακτυλίδι[5] του Indravarma, χρονολογούμενο περί την αυγή της Χριστιανικής εποχής, διαθέτει εμφανώς Ελληνιστικό ύφος, προσομοιάζει δε με την απόδοση του Διός με σκήπτρο.[6] .
(γ) Έντονο θεατρικό και Διονυσιακό χαρακτήρα διαθέτει επίσης ανάγλυφο προερχόμενο από το κύριο διακοσμητικό πρόγραμμα της Βουδιστικής στούπας στο Andan Dheri, στην επικράτεια των Apraca.[7]
(δ) την πληθώρα Βουδιστικών αναγλύφων με έντονη Ελληνιστική επιρροή και θεματολογία (wikipedia, s.v. Buner reliefs).
(ε) μεταξύ των ονομάτων τους μαζύ με Σκυθικά και Ινδικά απαντούν και Ελληνικά (Νίκη, Μένανδρος)[8]
(ζ) Η Σκυθική δυναστεία της Uḍḍiyāna διαθέτει νομιμοποιητικό δυναστικό μύθο ο οποίος παραπέμπει, μεταξύ των άλλων, σε μυθικών ιδιοτήτων ξίφος και σε λοιπά στοιχεία του θεωρουμένου ως Ινδο-Ευρωπαικού Θησαικού μοτίβου[9]
ΑΡΓΥΡΟΣ ΚΑΝΘΑΡΟΣ ΜΕ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ (από το Buner, Pakistan, 1 αι. π.Χ-μ.Χ.)
(η) 'Ρωμαϊκός' αργυρός κανθάρος Gandhara, χρονολογούμενος μεταξύ 1 αι. π.Χ. και 1 αι. μ.Χ. Χυτευμένος και διακοσμημένος με την έκκρουστη τεχνική (repoussé) αποτελείται από δύο φιάλες, μια απλή εσωτερική επένδυση και μια εξωτερική θήκη φέρουσα ανάγλυφες σκηνές. Η μία πλευρά απεικονίζει νεαρό κένταυρο να κρατά μια επίσης νεαρά γυναίκα στα χέρια του, η δε άλλη πλευρά φέρει έναν γενειοφόρο κένταυρο που πιάνει μιαν αγωνιζόμενη γυναίκα, δένδρα με φυλλώδεις κορυφές στο ενδιάμεσο και μια εκτενή επιγραφή Karoshti με στιγμές (pointillé) πάνω από την γενειοφόρο μορφή, με τορνευμένο πόδα ξεχωριστά κατασκευασμένο (ύψους 11,7 cm. & βάρους 435,2 g). Η χρήση διπλών τοιχωμάτων αποτελεί Ελληνιστική καινοτομία ..
Θέση πλησίον στούπας στο Andan Dheri
Ανάγλυφο προερχόμενο από το κύριο διακοσμητικό πρόγραμμα της Βουδιστικής στούπας στο Andan Dheri (Court performance with satyrs and elegant ladies. Dir Museum)
Στις δύο άκρες του αναγλύφου εμφανίζονται ανά τρείς χαρακτήρες εκ των οποίων ο ένας άνδρας, διαθέτει ελαφρώς ζωώδη αυτιά παραπέμποντα σε σάτυρο. Η ανδρική μορφή στα δεξιά προσφέρει κύπελλο πόσεως στην μία γυναίκα ενώ ταυτόχρονα στρέφει την κεφαλή του προς την άλλη που παρακολουθεί την σκηνή με ύφος υποδηλώνον την Αιδώ.[10] Σε παρόμοια σκηνή στο άλλο άκρο ο σάτυρος φέρον κύπελλο αγγίζει την μία γυναίκα ενώ η άλλη παρακολουθεί στενά, παρέχοντάς μας έτσι ένα ακόμη τεκμήριο για την μεταφορά στην Ινδική υποήπειρο πολιτιστικών στοιχείων, όπως το θέατρο, αλλά και συμβολικού Διονυσιακού φορτίου μαζύ με ηθικές συλλήψεις υψηλής στάθμης όπως η Αιδώς! Η Αιδώς (ή Pudicitia των Ρωμαίων), συμβόλιζε την γυναικεία ντροπή / σεμνότητα έναντι της ανδρικής ερωτικής υπερβολής, είχε δε προσωποποιηθεί στην ομώνυμη θεότητα, Pi.O.7.44.
Ορθή γυναίκα του τύπου Pudicitia[11]
Επισημαίνεται ότι στο Bajauer έχουν ευρεθεί δύο θησαυροί με Ελληνικά νομίσματα της περιόδου (200-100 π.Χ.), ο IGCH 1845 (από 970 νομίσματα: Μενάδρου του Δικαίου, Αντιμάχου Β´ Νικηφόρου, Απολλοδότου & Ζώιλου Α') και ο IGCH 1846 (από 800-1000 νομίσματα: Μενάδρου του Δικαίου, Αντιμάχου Β´ Νικηφόρου, Απολλοδότου B' & Ζώιλου Α')[12]
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΒΑΡΙΖΑ - BARIKOT[12a]
Ερείπια ινδοελληνικής πόλεως βρέθηκαν στην τοποθεσία Βαζίρα, Arr. An. 4.27.6, του Πακιστάν, ανάμεσα σε μια ακολουθία στρωμάτων που χρονολογούνται από τον 7ο αι. π.Χ. έως τον 3ο αι. μ.Χ. Η πόλη του δευτέρου αι. π.Χ χαρακτηρίζεται από την πλήρη τεχνητή ενίσχυση του χώρου, που κατέστρεψε εντελώς ό, τι υπήρχε εκεί και την προσθήκη ενός μεγάλου αμυντικού τείχους. Όπλα και νομίσματα καθώς και σημαντικά αγγεία δείχνουν την ινδοελληνική ταυτότητα των εποίκων. Όλα τα προελληνικά στρώματα σβήστηκαν κατά μήκος του αμυντικού τείχους κατά την κατασκευή του, ώστε να δημιουργηθεί χώρος γιά την οχύρωση, αποκαλύπτοντας τα ίχνη χωριού του 7ου αι. π.Χ. χωριό και έναν πρωτοϊστορικό οικισμό της περιόδου των Τάφων της Gandhara Grave (7ος-8ος αιώνας π.Χ.). Βρέθηκε επίσης ένας οικισμός της περιόδου των Μαουρύα, ο οποίος προηγήθηκε της αφίξεως των Ελλήνων κατά έναν αιώνα. Η στρωματογραφία του οικισμού συνεχίζεται και σε μεταγενέστερες περιόδους, έως και τον τρίτο αι. μ.Χ. Ο ναός τής ύστερης Κοσσανικής περιόδου αποκαλύφθηκε στο βόρειο τμήμα της ανασκαφικής περιοχής.[13]
Αρχαιότατο Βουδιστικό αψιδωτό ιερό στο Swat[14]
"Πολύ λίγα είναι γνωστά στην αρχαιολογία της υπο-ηπείρου για τον υλικό πολιτισμό της Ινδοελληνικής περιόδου. Ωστόσο, αυτή τη φορά ανακαλύψαμε στο Barikot πολλά στρώματα που σχετίζονται όχι μόνο με την ινδοελληνική πόλη (όταν ο οικισμός περιβαλόταν από το αμυντικό τείχος, δευτέρου αι. π.Χ.), αλλά και με την προελληνική πόλη, τον οικισμό Mauryan (3ος π.Χ.)"
δηλώνει ο κορυφαίος αρχαιολόγος Δρ Luca, προσθέτοντας ότι η σημασία του χώρου ως η μόνη γνωστή ινδοελληνική πόλη που ανασκάφηκε σε αυτή την κλίμακα, επιβάλλει ότι η ανασκαφή πρέπει να συνεχιστεί.
Ελληνικά νομίσματα από το Barikot
Ο Maurizio Taddei εντόπισε Ελληνιστικά υποδείγματα και αφηγηματικά μοτίβα στην Βουδιστική τέχνη και αρχιτεκτονική της Gandhara, αλλά αναγνώρισε ότι αυτά τα ξένα στοιχεία τα οικειοποιήθηκε ένα ευρύ φάσμα εξελληνισμένων πολιτισμών που εκτείνονταν από τη Μεσόγειο έως την Αίγυπτο, την Παρθία και τη Γανδαρίτιδα, όπου τοπικές και εξωγενείς ομάδες επέλεξαν να υιοθετήσουν, διατηρήσουν και αναπτύξουν με καινοτόμο διάθεση διακριτικά στυλ τέχνης και εικονογραφίας. Από τότε που οι ιταλικές ανασκαφές ενός ινδοελληνικού αστικού κέντρου στο Barikot στην κοιλάδα Swat του ΒΔ Πακιστάν αποκάλυψαν "την αδιαμφισβήτητη παρουσία εργαστηρίων και τεχνιτών της Ελληνιστικής παραδόσεως που δραστηριοποιούνταν στα βορειοδυτικά" (Callieri 2007: 158), Ελληνιστικά εργαστήρια μπορεί συνέχισαν να συνεισφέρουν στην ανάμειξη εικονογραφικών στοιχείων και αρχιτεκτονικών στυλ που είναι εμφανή στη βουδιστική τέχνη της Γανδαρίτιδας κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ. Οι σχέσεις μεταξύ Ιρανικών και Ελληνιστικών πολιτισμών και των Βουδιστικών παραδόσεων της Γανδαρίτιδας και της Κεντρικής Ασίας εξετάζονται περαιτέρω στους «Παλαιούς δρόμους στα βορειοδυτικά σύνορα» (Κεφάλαιο 4) και στο «Μεταφορά μεγάλων αποστάσεων στις μεταξωτές διαδρομές της Κεντρικής Ασίας και την Κίνα» (Κεφάλαιο 6). Η τάση πολλών προγενέστερων μελετητών όπως ο Foucher και ο Lamotte να υπογραμμίσουν υπερβολικά τον αντίκτυπο των Αχαιμενιδών και των Ινδο-Ελλήνων στην ιστορία του Βουδισμού αντισταθμίστηκε από τις προσπάθειες να υποβαθμιστεί η «ξένη» επιρροή, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των Brahmins η περιοχή από τους βεδικούς χρόνους, οι Βουδιστές νεοφερμένοι, οι κοινωνικά αφομοιωμένες εξωγενείς ομάδες μεταναστών και οι τοπικοί μεσάζοντες (όπως ο Σόφυτος) που οικειοποιήθηκαν ιρανικές και ελληνικές γλώσσες, συστήματα γραφής, τίτλοι, έθιμα και ιδέες για δικό τους πολιτικό και οικονομικό όφελος συνέβαλαν στη δυναμική υβριδικότητα. [15]
Στην Βάριζα οικοδομήθηκε οχυρωμένος Ελληνιστικός οικισμός ο οποίος άφησε έντονα τα ίχνη του σε ανασκαφικά ευρήματα όπως: κεραμεικά (όπως ιχθυοπινάκια, λάσανα και κρατήρες),[16] Ινδο – Ελληνικά νομίσματα, ειδώλια, ενώ και στην Βουδιστική στούπα Amluk Dara έντονα είναι τα ίχνη Ελληνικής επιρροής, όπως τα αγάλματα του Ηρακλέους και Αφροδίτης τα οποία φυλάσσουν την είσοδο![17]
Λάσανα από την Αθηναϊκή Αγορά (P 30641 & P18010)
Ιχθυοπινάκιο από την Καμπανία (περ. 300 π.Χ.) του τύπου που ευρέθη στο Ελληνιστικό Barikot
Εικόνες όπως αυτές του Ηρακλέους και της Αφροδίτης τοποθετημένες στην είσοδο της στούπας εκτιμάται ότι επιτελούσαν έναν ρόλο συγκρίσιμο με αυτόν των πνευμάτων yakshas και yakshis τα οποία σκαλίζονταν στις τελετουργικές εισόδους (toranas) των ινδικών στουπών, λειτουργώντας ως φύλακες των λειψάνων και υποστηρικτές της ευσεβείας (dharma - ντάρμα). Οι Yakshas και yakshis τοποθετημένοι στο κατώφλι του ιερού χώρου ενσάρκωναν μιαν έννοια προστασίας και φυλάξεως, στοιχείου εγγενούς στα δυτικά μυθολογικά πλάσματα που απεικονίζονται στις πλευρές της κλίμακας ...
Πλευρικό βαθμιδωτό αρχιτεκτονικό στοιχείο AKD 97 & 98 (Ηρακλής - Αφροδίτη) εισόδου στην κύρια στούπα του Amluk Dara (Swat Museum, Saidu Sharif, Swat). (Photo: copyright IAMP)[18]
Βουδιστική τοιχογραφία απο το Barikot, α' αι [19]
Βουδιστική κεφαλή από το Barikot[20]
Τμήματα μιας Βουδιστικής αψίδας με πιστούς (θρησκευτικούς ακολούθους η θιασώτες), μεταξύ των οποίων είναι ένας μεθυσμένος Πάν[21] - Faunus. Figures 3.6 and 3.7: Segments of an arch intradox with devotees, among which is a drunken Faunus. From Panṛ (P 817, P819). Copyright Italian Archaeological Mission in Pakistan.
Barikot, Indo-Greek period, parts of a ‘Hellenistic Lady’ terracotta figurine (Courtesy ISMEO)[22]
: Emblèma (bottom of a bowl or dish), Inv. No. BKG 1516, max l. 4.4 cm (Photo by P. Callieri,
Copyright ISMEO – Italian Archaeological Mission in Pakistan).[23]
ΑΚΡΑ - ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ BANNU[24]
Χάρτης εμφαίνων την Άκρα
Οι ανασκαφείσες στην περιοχή οικιστικές θέσεις της ύστερης αρχαιότητος εμφανίζουν δομικά χαρακτηριστικά ανάλογα του Ελληνικού Άι Χανούμ (Ευκρατίδεια ?). Στην ίδια θέση έχει ευρεθεί:
(α) Ελληνικού ύφους ομοίωμα χήνας με ανοικτά φτερά, από γρανάτη),[25]
Ομοίωμα χήνας
(β) σφράγισμα επί ψημμένου κεραμεικού με θέμα ταύρου καθώς και 'λόφου με ημισέληνο',
(γ) μικρό κεραμεικό κομμάτι με γυναικεία προτομή ντυμένη με ελληνικό ύφος και με κέρατα
στο φρύδι της,
Γυναικεία μορφή σε κεραμεικό
(δ) θυμιατήρι παρόμοιο άλλου από τα Τάξιλα,
(ε) νομίσματα του Ελληνο - Ινδικού βασιλείου, μερικά με Ελληνικές επιγραφές και απεικόνιση ίππου, (ζ) όρθιο λέοντα σε ημιπολύτιμο λίθο (Srinivasan 2007, p. 51) κ.α.[26]
Παράσταση λέοντος σε ημιπολύτιμο λίθο
(η) πινάκιο προσφορών με παράσταση της Αρτέμιδος και του Ακταίωνος [27]
Εγχάρακτος όνυχας με παράσταση του Ηρακλέους (ή και του Μ. Αλεξάνδρου) από την Άκρα, α'/β΄αι. μ.Χ., British Museum reg. no. G&R 1893,0502.1[28]
Άρτεμις και Ακταίων, πινάκιο προσφορών ανασκαφέν στην περιοχή! [27]
Ευρήματα από την ΒΔ Ινδία
Ο Cribb έχει με την σειρά του διερευνήσει αρχαία νομίσματα τα οποία αναφέρονται ως προερχόμενα από την Άκρα, καταλήγει δε στα εξής συμπεράσματα:[29]
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να συγκεντρώσει τα νομισματικά στοιχεία για το χρονολογικό και πολιτικό πλαίσιο του χώρου που ήταν διαθέσιμα πριν από τις ανασκαφές, έτσι ώστε τα ανασκαφικά ευρήματα να γίνουν κατανοητά μέσα σε ένα προϋπάρχον πλαίσιο. Το αρχαιότερο νόμισμα από την τοποθεσία (αρ. 1) είναι έκδοση της περιόδου πριν από τον Μέγα Αλέξανδρο και δείχνει τις συνδέσεις μεταξύ της περιοχής Bannu και των επαρχιακών κέντρων των Αχαιμενιδών στο βόρειο Πακιστάν και το Αφγανιστάν, όπου κατασκευάζονταν νομίσματα αυτού του τύπου. Το δεύτερο παλαιότερο νόμισμα από την τοποθεσία (αρ. 2) δεν έχει εξεταστεί άμεσα, αλλά από τη δημοσιευμένη περιγραφή φαίνεται ότι είναι έκδοση της Αυτοκρατορίας των Μαουρύα, που κατασκευάστηκε κατά την περίοδο της κυριαρχίας των τελευταίων στην περιοχή, δηλ. 300-180 π.Χ. Ο Ρόμπερτ Νοξ μου ανέφερε μια φήμη από τον ιστότοπο ότι ένας θησαυρός από ασημένια νομίσματα της περιόδου Μαυρύα είχε βρεθεί πρόσφατα στην περιοχή Μπάνου, αλλά το περιεχόμενό του διασκορπίστηκε, είτε για να λιώσει για κοσμήματα είτε στα χέρια τοπικών συλλεκτών νομισμάτων. Πιστεύεται ότι μια μικρή ποσότητα από αυτά τα νομίσματα μπορεί ακόμα να έχει διασωθεί σε ιδιώτες. Οι ελληνικές δυναστείες, που έβαλαν τέλος στην κυριαρχία των Μαυρύα κατά τον δεύτερο αιώνα π.Χ., εκπροσωπούνται καλά μεταξύ των αναφερόμενων νομισμάτων (αρ. 3-13). Τα ελληνικά βασίλεια, νότια της οροσειράς Hindu Kush ανατράπηκαν τον πρώτο αιώνα π.Χ. από ηγεμόνες, που τώρα προσδιορίζονται ως lndo-Scythians. Ο αριθμός των ινδοσκυθικών νομισμάτων που αναφέρεται ότι βρέθηκαν στην Άκρα αυξήθηκε τεχνητά από αυτό που φαίνεται να είναι ένα μικρό δέμα από θησαυρό (αρ. 16-24, 26-28). Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη αυτή η παραμόρφωση, ο αριθμός των ινδοσκυθικών νομισμάτων (αρ. 14-4l) υποδηλώνει ότι υπάρχει υψηλότερο επίπεδο χρήσης νομισμάτων στην τοποθεσία κατά την ινδοσκυθική περίοδο, γ. 80 π.Χ.-μ.Χ. 50. Αυτό αντιπαραβάλλει την ινδοσκυθική περίοδο στη θέση με την επόμενη ινδοπαρθική περίοδο, γ. μ.Χ. 20-80, που δίνει μόνο ένα νόμισμα (αρ. 42)..
Ένας Βασιλικός Σκυθικός θρύλος της δυναστείας της Ujain[30]
Ελληνική βασιλική επιγραφή "ΡΑΝΝΙω ΙΑΤΡΑΠAC CIASTANCA", εκ μεταγραφής από την Πρακριτική "Raño Kshatrapasa Chashtana" ήτοι Βασιλεύς & Σατράπης Chashtana
Η ζώνη του Τιαστάνη, απεικονιζόμενη στο άγαλμα ανωτέρω, φέρει εναλλάξ κυκλικά και τετραγωνικά πλαίσια απεικονίζοντα έφιππες μορφές και θαλάσσια όντα τα οποία στην Gandhara απεικονίζονται σε Ελληνικό ύφος .. Η εικονογραφία με τα θαλάσσια (ή εν γένει υδατικά) όντα συνδέεται με τους 'ιδρυτικούς' μύθους της βασιλικής δυναστείας της περιοχής, παρουσιάζει δε ομοιότητα με τους σχετικούς μύθους τους οποίους περιγράφει ο Ηρόδοτος γιά τους Σκύθες της Μαύρης Θάλασσας, ενώ διαθέτει τα παράλληλά της σε αρχέγονες παραδόσεις .. Αξιοσημείωτο είναι ότι στους ίδιους μύθους απαντάται εκδοχή παράλληλη με το μυθικό πολύτιμο ξίφος του Θησέως καθώς και με το Excalibur! Έχει επιπρόσθετα ενδιαφέρον το γεγονός ότι η μάγισσα, η οποία εμπλέκεται στα του ιδρυτικού μύθου της δυναστείας της Ujain, ονομάζεται Rokhsana - Ρωξάνη, πολύ πιθανόν εκ του Rokhana, θηλυκού παραγώγου του παλαιού βακτριανού ονόματος του Ώξου (Vakhŝu) και του ποταμού θεού με αυτό το όνομα. Είναι γνωστό ότι η Βακτριανή νύφη του Αλέξανδρου ονομαζόταν επίσης Ρωξάνη.
Άγαλμα του Τριαστάνη
Vasantasena: η περίφημη εταίρα της Ujain[31]Vasantasena, 5th c. BC, was a courtesan of Ujjayini according to ancient Indian literature, who earned fame and prosperity due to her finesse in various art forms such as singing, dancing, poetry, and courting as well as for her beauty. She is the lady protagonist of the Sanskrit play Mṛichchhakatika (The Little Clay Cart) written by Śūdraka.
Η Vasantasena (πέμπτος αιώνας π.Χ. ?) ήταν, σύμφωνα με την αρχαία ινδική λογοτεχνία, μια εταίρα της περιοχής UJJAYNI (Οζήνη του Πτολεμαίου), η οποία απέκτησε φήμη και ευημερία λόγω της καλλιέργειάς της σε διάφορες μορφές τέχνης όπως το τραγούδι, ο χορός, η ποίηση και η φήμη ενώ διεκρίνετο επίσης για την ομορφιά της. Είναι η κυρία πρωταγωνιστής του σανσκριτικού έργου Mṛichchhakatika (The Little Clay Cart) που γράφτηκε από τον Śūdraka.
Ο Ινδός ζωγράφος Raja Ravi Verma έχει αποδώσει την Vasantasena σε μια ελαιογραφία όπου την απεικονίζει κατά τον τρόπο που περιγράφεται στο έργο Mṛcchakaṭika, ως πλούσια, όμορφη και χαρίεσσα κυρία. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο δράμα η Vasantasena απεικονίζεται ως ΙΣΧΥΡΟΣ χαρακτήρας ..
Vasantasena[32]
Διόσκουροι & Τύχη στην κοιλάδα Swat[33]
...
Λειψανοθήκη της Rukhuna (Rukhuna reliquary)[34]
Η Βουδιστική λειψανοθήκη της Rukhuna, παράλληλ άλλων Ελληνο - Βακτριανών,[35] που φέρει την σχετική επιγραφή της λειψανοθήκης Bajaur, είναι μια Ινδο-Σκυθική λειψανοθήκη που αφιερώθηκε και εγγράφηκε το 16 μ.Χ. Η επιγραφή στην λειψανοθήκη, δημοσιεύτηκε από τον Richard Salomon με μια φωτογραφία το 2005, και δίδει μια σχέση μεταξύ πολλών εποχών της περιόδου, και ιδιαίτερα μια επιβεβαίωση υπάρξεως μιας εποχής των Yavana (Yoṇaṇa vaṣaye) σε σχέση με την εποχή τού Άζη, δηλαδή «εποχή Αζη = Εποχή Γιαβάνα - 128 χρόνια». Αυτή η αφιέρωση δείχνει επίσης ότι ο βασιλιάς Vijayamitra και η σύζυγός του Rukhuna υπήρξαν οπαδοί του Βουδισμού. Σε γραφή Kharoshthi, οι αναφορικές ημερομηνίες στην αρχή της επιγραφής εμφανίζονται τόσον με λέξεις όσον και με αριθμούς, μαζί με το όνομα της εποχής που υπολογίζονται και δίνονται ως εξής:
vaṣaye sataviśaye 20 4 1 1 1 iśparasa Vijayamitrasa Apacarajasa aṇuśastiye ye vucati
"Το 27ο έτος βασιλείας του Vijayamitra, βασιλέως στην Apraca"
ayasa vaṣaye tresa⟨*ta⟩timae 20 20 20 10 1 1 1
"στο 73ο έτος της περιόδου του Άζη"
Yoṇaṇa vaṣaye ekaduśatimaye 2 100 1
"στο 201ο έτος των Ελλήνων (Yonas)"
Śravaṇasa masasa divasaye aṭhamaye iśa divasaṃmi pratiṭ́havidu thuve Rukhuṇaye Apacarajabharyae Vijayamitreṇa Apracarajeṇa Iṃdravarmeṇa strategeṇa sabharyarehi sakumarehi
"την 8η ημέρα του μηνός Sravana; όταν ιδρύθηκε αυτή η στούπα από την Rukhuna, σύζυγο του βασιλέως της Apraca, [and] από τον Vijayamitra, βασιλέα της Apraca, [και] από τον Indravarma (Indravasu?), στρατηγό, [μαζύ] με τις συζύγους τους και τους υιούς."
Αυτή η αφιέρωση δείχνει επίσης ότι ο βασιλιάς Vijayamitra και η σύζυγός του Rukhuna ήταν οπαδοί του Βουδισμού.
Δεδομένου ότι ο Vijayamitra λέγεται ότι κυβέρνησε ήδη 27 χρόνια, η βασιλεία του ξεκίνησε το 12 π.Χ. και τελείωσε πιθανώς λίγα χρόνια μετά την αφιέρωση, γύρω στο 20 μ.Χ.
Η αυθεντικότητα της επιγραφής γίνεται σχεδόν ομόφωνα αποδεκτή από την ακαδημαϊκή κοινότητα, καθώς ο Gérard Fussman είναι μια διαφωνούσα φωνή.[36]
Πυραμιδοειδές υφαντικό βάρος Ελληνικής εμπνεύσεως[37]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ο Αρριανός τους ονομάζει Ασπασίους, πιθανώς από το Ιρανικό Aspa = ίππος. Ο Pāṇini τους αποκαλεί Aśvayanas. Θεωρούνται ως υποκλάδος των Kambojas, wiki, s.v. Silver Reliquary of Indravarman.
[1a]. Candotti and Giudice 2024.
[2]. Skinner and Wannapom Kay Rienjang 2020, pp. 157-158). Στην λειψανοθήκη της Rukhuna ο Indravarma (Indravasu?) αποκαλείται με τον Ελληνιστικό τίτλο του στρατηγού (https://www.wikiwand.com/en/Rukhuna_reliquary).
[3]. Baums 2012, pp. 201-202, n. 25; Kubica 2020, p. 433; Puri 1993, p. 92), βλ. < https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/4/4e/Shinkot_relic_casket.jpg/300px-Shinkot_relic_casket.jpg >. Σημειώνεται ότι ο Salomon (Salomon 1988) θεωρεί τον Viyaka-mitra ιδρυτή της δυναστείας των Apraca (ή Ασπασίων κατ’ Αρριανό ;) ευρισκομένων υπό την επικυριαρχία του Άζη (Azes) και των επιγόνων του.
[4]. Falk 2001, p. 315; Widemann 2003.
[5]. British Museum 1998,0720.1.
[6]. Salomon, Callieri, and Schmitt 1999, pp. 15, 20.
[7]. Galli 2011, p. 310, fig. 13. Πρόσθετες περιπτώσεις απεικονίσεων θεατρικών σκηνών στην Gandhara παραθέτει η Cardell, όπως επί παραδείγματι αυτήν με τον Βούδα στον λουτήρα για πρώτη φορά (V & A Museum, IM.82-1939) κ.ά. (Cardell 2017 [2007], p. 31).
[8]. Albery 2020, p. 179. Το όνομα Μένανδρος αποδίδεται μάλιστα σε μέλος της βασιλικής οικογένειας των Apraca (Kubica 2020, p. 434), σύμφωνα με επιγραφή στην λειψανοθήκη Satruleka!
[9]. Carter 1992.
[10]. Η Αιδώς (ή Pudicitia των Ρωμαίων), συμβόλιζε την γυναικεία ντροπή / σεμνότητα έναντι της ανδρικής ερωτικής υπερβολής, είχε δε προσωποποιηθεί στην ομώνυμη θεότητα, Pi.O.7.44.
[11]. The Walters Art Museum, acc. nr. 23.88.
[12]. http://coinhoards.org/id/igch1846?lang=el
[12a]. Suchandra Ghosh 2012, pp. 169-171. Βλ. επίσης: <https://languagelog.ldc.upenn.edu/nll/?p=56678>, <https://www.travelertrails.com/places-to-visit-in-swat/barikot>
[13]. <https://www.archaeology.wiki/blog/2016/06/28/indo-greek-citys-ruins-found-pakistan/?fbclid=IwAR0CspmsoNBJq3YWCWO9Ch7B9f32aa0PiozMlV7XoFy5HfoAN4eUMNDKYwU>.
[14]. https://www.dawn.com/news/1664783 (
[15]. Neelis 2010, p. 108.
[16]. LSJ, s.v. λάσᾰνα [λᾰ], τά, (cf. λάανα) always in pl., trivet or stand for a pot, Ar.Pax893 (ubi v. Sch.), Diocl.Com.8.
II. night-stool, Hp.Fist. 9, Cratin.49 (cj. Mein. for λαχάνοις), Pherecr.88, Eup.224, Ar.Fr. 462: also in sg., like Lat. lasanum, Hp.Superf.8, AP11.74.8 (Nicarch.):—hence λᾰσᾰνοφόρος, ὁ, slave who had charge of the night-stool, Plu.2.182c, 360d:—also λᾰσᾰνίτης [ῑ] δίφρος BGU1116.25 (i B.C.).
Σημειώνεται ότι σε κεραμεικά έχουν ευρεθεί και τρείς σύντομες επιγραφές (graffito: BKG 3985, BKG 516 και BKG 852) στην Ελληνική (Tribulato and Olivieri 2017). Πιθανώς παρόμοια αγγεία (λάσανα) έχουν ανασκαφεί στο Aziz Dheri & Shaikhan Dheri (Petrie, Magee, Muhammad Nasim Khan 2008, figs. 5, 6, 7, 8).
[17]. Brancaccio 2018.
[18]. Olivieri and Filigenzi 2018; Olivieri 2022, p. 118.
[19]. https://www.dawn.com/news/1606050/discovery-of-1st-century-murals-termed-landmark-achievement
[20]. https://scontent.fath3-4.fna.fbcdn.net/v/t39.30808-6/323975358_6436771796337461_3418341604492840328_n.jpg?_nc_cat=107&ccb=1-7&_nc_sid=730e14&_nc_ohc=TLUS5Dd-3CQAX_kBMV7&_nc_ht=scontent.fath3-4.fna&oh=00_AfCkIz7j0gk1HI0Ci_JuO4ROBxU0EkQLFGnAnxAFZBhLzQ&oe=64BAF305
[21]. Figures 3.6 and 3.7: Segments of an arch intradox with devotees, among which is a drunken Faunus. From Panṛ (P 817, P819). Copyright Italian Archaeological Mission in Pakistan.
[22]. Olivieri 2021, p. 505, fig. 16.17.
[23]. Coloru, Lori, Olivieri 2021, fig. 11.
[24]. Khan, Knox, Magee, and Thomas 2000.
[25]. Petri 2021, p. 207, fig. 7.2. Το τεκμήριο φυλάσσεται στο V&A Museum (IM 34.1935).
[26]. Khan et al. 2000; Srinivasan 2007; Petri 2021, p. 206, fig. 7.1. Το τεκμήριο φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο (ΟΑ 1956.4-2.4).
[27]. BM Museum number: 1936,1223.1.
[28]. Κατά μία άποψη (Uday Dokras 2021, p. 71) κεφαλή της Ομφάλης με την Ηράκλεια λεοντή!
[29]. Cribb 2002, p. 65.
[30]. Carter 1992.
[31]. Wilson 1826; <https://en.wikipedia.org/wiki/Vasantasena#cite_note-1>.
[32]. India: National Museum, New Delhi, Vasantasena, scene of a courtesan house, from the time of the Kushan Empire, 2nd century A.D., Mathura, Uttar Pradesh, mottled red sandstone.
[33]. Gnoli 1963.
[34]. https://www.wikiwand.com/en/Rukhuna_reliquary
[35]. Francfort 1976, p. 94.
[36]. Juhyung Rhi 2018, p. 39: However, Richard Salomon (2005) recently proposed, based on a reliquary inscription of Queen Rukhuṇa recording triple dates, that five Kharoṣṭhī inscriptions known to us as bearing the years from 303 to 399 should be dated in the Yoṇa or Indo-Greek era of 186/5 BC.
[37]. Coloru, Iori, Olivieri 2021, p. 114, fig. 4.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Skinner, M. C. and Wannapom Kay Rienjang. 2020. “Locating the Apraca Dynasty; New Evidence for an Old Problem,” in Religion, Society, Trade and Kingship: Archaeology and Art in South Asia and along the Silk Road, 5500 BCE - 5th century CE, ed. L. Greaves and A. Hardy, New Delhi, pp. 151-164.
https://www.researchgate.net/publication/285229905_Hellenistic_Court_Imagery_in_the_Early_Buddhist_Art_of_Gandhara
Galli, M. 2011. “Hellenistic Court Imagery in the Early Buddhist Art of Gandhara,” Ancient Cilvilizations from Scythia to Siberia 17 (2), pp. 279-329.
https://www.jstor.org/stable/24048955?read-now=1&refreqid=excelsior%3A847bf75f0680751e6be19ce2abad6263&seq=1#page_scan_tab_contents
Salomon, R., P. Callieri, and S. Schmitt. 1999. “An Inscribed Seal of Indravarma, King of Avaca,” Bulletin of the Asia Institute (New Series) 13, pp. 15-26.
https://edoc.ub.uni-muenchen.de/26560/1/Albery_Henry.pdf
Albery, H. 2020. Buddhism and Society in the Indic North and Northwest, 2nd century BCE–3rd century CE, Munchen.
https://www.jstor.org/stable/24049256
Carter, M. L. 1992. “A Scythian Royal Legend from Ancient Uḍḍiyāna,” Bulletin of the Asia Institute New Series 6, pp. 67-78.
Neelis, J. 2010. Early Buddhist Transmission and Trade Networks: Mobility and Exchange Within and Beyond the NW Borderlands of South Asia (Dynamics in the History of Religions II), Brill.
Olivieri, L. M. 2018. “Physiology and Meaning of Pottery Deposits in Urban Contexts (Barikot, Swat): Archaeological Field Notes with an Addendum on the lásana/λάσανα Pottery Forms,” Ancient Pakistan XXIX, pp. 123–139.
Morris, S. P. 1985. “Λ AΣ ANA: A Contribution to the Ancient Greek Kitchen,” Hesperia: The Journal of the American School of Classical Studies at Athens 54 (4), pp. 393-409.
Brancaccio, P. 2018. "Approaching the Stupa. Architectural elements of the 1st stairway of the Main Stupa of Amluk-dara (end-1st century CE)", Journal of Asian Civilizations 41 (1), pp. 161-172.
Olivieri, L. M. and A. Filigenzi. 2018. “On Gandhāran sculptural production from Swat: recent archaeological and chronological data,” in Problems of Chronology in Gandhāran Art, ed. Wannaporn Rienjang and P. Stewart, Oxford, pp. 71-92.
https://www.jstor.org/stable/26604080
Tribulato, O. and L. M. Olivieri. 2017. "Writing Greek in the Swat Region: A new Graffito from Barikot (Pakistan),"Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik Bd. 204, pp. 128-135.
Olivieri, L. M. 2018. "Physiology and Meaning of Pottery Deposits in Urban Contexts (Barikot, Swat): Archaeological Field Notes with an Addendum on the lásana/λάσανα Pottery Forms,"
Ancient Pakistan XXIX, pp. 123-139.
Khan, F., J. R. Knox, P. Magee, and K. D. Thomas. 2000. Akra: The Ancient Capital of Bannu, North West Frontier Province, Pakistan, Journal of Asian Civilizations XXIII.
Doris Srinivasan, D., ed. 2007. On the Cusp of an Era: Art in the Pre-Kuṣāṇa World (Brill's Inner Asian Library 18), Brill.
Petrie, C. A., P. Magee, Muhammad Nasim Khan. 2008. “Emulation at the edge of empire: the adoption of non-local vessel forms in the NWFP, Pakistan during the mid-late 1st millennium BC,” Gandhāran Studies II, pp. 1-16.
Uday Dokras. 2021. Grecian Influence on INDIAN Architectural Engineering, Indo nordIc Author’s collectIve.
https://www.academia.edu/2506390/Akra_The_Ancient_Capital_of_Bannu_North_West_Frontier_Province_Pakistan
Khan, F., J. R. Knox, P. Magee, and K. D. Thomas. 2000. "Akra: The Ancient Capital of Bannu, North West Frontier Province, Pakistan", Journal of Asian Civilizations XXIII (1), pp. 1-201.
Srinivasan, D. M. 2007. On the Cusp of an Era: Art in the Pre-Kuṣāṇa World, Leiden.
https://www.jstor.org/stable/24049256
Carter, M. L. 1992. “A Scythian Royal Legend from Ancient Uḍḍiyāna,” Bulletin of the Asia Institute New Series 6, pp. 67-78.
https://www.jstor.org/stable/43977198
Singh, Y. B. 1993. “Roots of the Ganika - Culture of Early India,” Annals of the Bhandarkar Oriental Research Institute 74 (1/4), pp. 181-190.
https://el.art1lib.org/dl/48141142/0c3f6e
Gnoli, G. 1963. "The Tyche and the Dioscuri in Ancient Sculptures from the Valley of Swat (New Documents for the Study of the Art of Gandhāra)," East and West 14 (1/2), pp. 29-37.
https://www.jstor.org/stable/29758164
Faccenna, D., P. Callieri and A. Filigenzi. 1984. Pakistan - 1: Excavations and Researches in the Swat Valley," East and West 34 (4), pp. 483-500.
https://books.google.gr/books?id=Y7QWEAAAQBAJ&pg=PA207&lpg=PA207&dq=V%26A+Museum,+IM+34.1935&source=bl&ots=qSl0i0e5WT&sig=ACfU3U2k-xpVyEjCz9YrNs1hKYlkV4jZww&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjG_b7iw5r3AhXzhv0HHUtICgYQ6AF6BAgCEAM#v=onepage&q=V%26A%20Museum%2C%20IM%2034.1935&f=false
Petrie, C. A. 2021. Resistance at the Edge of Empires: The Archaeology and History of the Bannu Basin from 1000 BC to AD 1200, Oxford.
Wilson, H. H. (Horace Hayman). 1826. The Mrichchakati; or, The toy cart: a drama, Calcutta.
https://www.carc.ox.ac.uk/PublicFiles/media/Final%20e-version%20Problems%20of%20Chronology%20in%20Gandharan%20Art.pdf
Juhyung Rhi. 2018. "Positioning Gandharan Buddhas in Chronology: Significant Coordinates and Anomalies," in Problems of Chronology in Gandharan Art, ed. W. Rienjang and P. Stewart. Oxford: Archaeopress, pp. 35-51.
https://www.persee.fr/docAsPDF/arasi_0004-3958_1976_num_32_1_1097.pdf
Francfort H.-P. 1976. "Les modèles gréco-bactriens de quelques reliquaires et palettes à fards 'gréco-bouddhiques'," Arts asiatiques 32, pp. 91-98.
https://books.google.gr/books?id=NBYHEAAAQBAJ&pg=PA433&lpg=PA433&dq=Vijayamitra+%2B+Apraca&source=bl&ots=CgWb6yB66H&sig=ACfU3U2aHu5H6yIbP5vZIC0aHEl9JmGUkw&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwipuayxn475AhUO2aQKHUmyDp8Q6AF6BAgbEAM#v=onepage&q=Vijayamitra%20%2B%20Apraca&f=false
Kubica, O. 2020. "Reading the Milindapañha. Indian historical sources and the Greeks in Bactria," in The Graeco-Bactrian and Indo-Greek World, ed. R. Mairs, Oxon / New York, pp. 430-445.
Olivieri, L. M. 2022. Stoneyards and Artists in Gandhara. The Buddhist Stupa of Saidu Sharif I, Swat (c. 50 CE), Venice University Press.
https://www.academia.edu/849385/From_Mind_to_Eye_Two_Dimensional_Illusions_and_Pictorial_Suggestions_at_Saidu_Sharif_I?auto=download&email_work_card=download-paper&li=0&fbclid=IwAR2Ms08swK0HjQuvtzik_p2PKMUAdAX8kqAjtBrGQZZBnqJoqCYMNp-9m7I
Filigenzi, A. 2006. "From Mind to Eye. Two-dimensional Illusions and Pictorial Suggestions at Saidu Sharif I," in Architetti, Capomastri, Artigiani L' Organizzazione dei Cantieri e Della Produzione Artistica Nell' Asia Ellenistica, Studi Offerti a Domenico Faccena nel suo ottantesimo Compleanno, ed. P. Callieri, Roma, pp. 17-40.
https://books.google.gr/books?id=dCz8NczNbcMC&printsec=frontcover&hl=el#v=onepage&q=classical%20model%20in%20the%20guise%20of%20Hercules%20is%20found&f=false
Doris Srinivasan. 2007. On the Cusp of an Era: Art in the Pre-Kuṣāṇa World, Leyden.
http://journals.uop.edu.pk/papers/AP_v15_65to84.pdf
Cribb, J. 2002. "Coins reported from Akra," Ancient Pakistan XV, pp. 65-84.
https://www.degruyter.com/database/URBREL/entry/urbrel.17262513/html
Iori, E. 2021. "Ritual Deposits and Foundation of Cities in Indo-Greek Gandhāra," in Religion and Urbanity Online, <https://www.degruyter.com/database/URBREL/entry/urbrel.17262513/html> (23 June 2023).
https://www.jstor.org/stable/44156203
Suchandra Ghosh. 2012. "Imprints of Hellenism in the NW of India: Case Studies of Barikot and Charsada," Proceedings of the Indian History Congress 73, pp. 169-174.
https://www.researchgate.net/publication/336347615_3_Non-Buddhist_Customs_of_Buddhist_People_Visual_and_Archaeological_Evidence_from_North-West_Pakistan?fbclid=IwAR3dEq3zSQ_zbQT0n9eDFL1FQAJK1J_xRmxhuM1vuytrwnDK95GUDd3QphI
Filigenzi, A. 2019. "Non-Buddhist Customs of Buddhist People: Visual and Archaeological Evidence from North-West Pakistan," in Buddhism and the Dynamics of Transculturality, New Approaches (Religion and Society 64), ed. B. Kellner, pp. 53-84.
https://dokumen.pub/qdownload/the-graeco-bactrian-and-indo-greek-world-1138090697-9781138090699.html
Olivieri, L. M. 2021. "Gandhāra and North-Western India," in The Graeco-Bactrian and Indo-Greek World, ed. Rachel Mairs, pp. 491-518.
https://cejsh.icm.edu.pl/cejsh/element/bwmeta1.element.desklight-dc9db377-0647-4da6-88fc-9328b99db173/c/Omar_Coloru_-_Elisa_Iori_-_Luca_Maria_Olivieri_110-135.pdf
Coloru, O., E. Iori, L. M. Olivieri. 2021. "Swat after the Indo‑Greeks – the City, the Sanctuaries
and the Economy. An Archaeological Overview on the Saka‑Parthian period," Studia Hercynia XXV/2, pp. 110-135.
Elisa Iori, E. 2021. "Ritual Deposits and Foundation of Cities in Indo-Greek Gandhāra," ublished by De Gruyter 2021, <https://www.degruyter.com/database/URBREL/entry/urbrel.17262513/html> (24 Jan. 2024).
https://doi.org/10.1515/urbrel.17262513
https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0168583X19303866
Olivieri, M., F. Marzaioli, I. Passariello, E. Iori, R. Micheli, F. Terrasi, M. Vidale, A. D'Onofrio. 2019. "A new revised chronology and cultural sequence of the Swat valley, Khyber Pakhtunkhwa (Pakistan) in the light of current excavations at Barikot (Bir-kot-ghwandai)," Nuclear Instruments and Methods in Physics Research Section B: Beam Interactions with Materials and Atoms 456, pp. 148-156.
https://www.degruyter.com/document/doi/10.1515/9783111427614/html#contents
Candotti, M. P. and A. Giudice. 2024. "The Seleucid Influence on the Gandhāran Administrative System. A Study on the Greek-Derived Political Offices with Special Reference to the Indo-Scythian Kingdom of Apraca," in La ricezione dell’ultimo Alessandro. Mirabilia e violenza al di qua e al di là dell’Indo (Beiträge zur Altertumskunde 417), ed. F. Piccioni, E. Poddighe and T. Pontillo, pp. 233-272.
https://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/02666030.2011.556014
Olivieri, L. M. 2011. “Coat Scales and Correlated Finds from Bir-kot-ghwandai Stratigraphic Context (Swat, Pakistan)” South Asian Studies 27(1), pp. 1–24.
https://www.researchgate.net/publication/353081696_Monumental_Entrance_to_Gandharan_Buddhist_Architecture_Stairs_and_Gates_from_Swat_Stairs_and_Gates_from_Swat
Olivieri, L., and E. Iori. 021. "Monumental Entrance to Gandharan Buddhist Architecture. Stairs and Gates from Swat," Annali di Ca’ Foscari Serie orientale 57, pp. 198-239.
The аrtіcle presents a series of pieces excavated by the ISMEO Italian Archaeological Mission in two Buddhist sacred areas in Swat (Pakistan). The pieces are chosen for their connection to the theme of monumental entrances of cultic buildings. In the first case (Gumbat), the building is a shrine. In the second, (Amluk-dara) it is a Main Stupa. The pieces belong to three different entrance parts: lower sides of the stairs, decorated steps or stair-riser friezes, and decorated frames of doors. Pieces like these, which belong to specific architecture, can be hypothetically positioned in their places, allowing thus a more vivid reconstruction of the original appearance of the monuments. The decorative apparatus of the entrances to Buddhist monuments, although apparently extraneous to the religious language, is not less rich than the Buddhist iconographic programme illustrated on the stupas or inside the shrines. The second part of the artiсlе deals with the interpretation of the language of the entrance as ‘symbolic capital’ of the political élites, who were the donors of the great Buddhist architecture in Swat.
DOI: 10.13140/RG.2.2.36605.58085
ΠΙΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟΣ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: 081124