ΤΟ ΚΥΠΕΛΛΟ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
Πρόσφατα διοργανώθηκε στην Κίνα μεγάλη έκθεση αριστουργημάτων της Συλλογής Μουσείων Τέχνης Hirayama Ikuo Silk Road Museum με τίτλο 'Από την Μεσόγειο στην Κίνα'. Έχει ενδιαφέρον να ασχοληθούμε εν ολίγοις με την σχετική εισαγωγή των εκπροσώπων του Μουσείου Shenzen αναφορικά με την αρχαία υαλοτεχνία:
“Κατά τα μέσα του δεκάτου έκτου αι. π.Χ. υάλινα σκεύη εμφανίστηκαν στην αρχαία Αίγυπτο και την Μεσοποταμία. Κατά τον τέταρτο αι. π.Χ. η Αίγυπτος εφηύρε τη διαδικασία χυτεύσεως υάλου, την εγχάραξη και την επιμετάλλωση, ενώ περί τον πρώτο αι. π.Χ. Σύριοι επινόησαν την τεχνική φυσητής υάλου .. Κατά τήν ίδια περίοδο η Ρώμη κατέστη το κέντρο της παραγωγής υάλου, με αποτέλεσμα στα πλαίσιά της να τελειοποιηθεί η υαλοτεχνία, αναπτύσσοντας την εμφύσηση υάλου, την χύτευση, κοπή, εγχάραξη, την χρήση συρματιδίων και την επιμετάλλωση, πολλές δε από τις σχετικές τεχνικές ευρίσκονται ακόμη εν χρήσει σήμερα.”[1]
Εξαγωνικός αμφορίσκος υπογεγραμμένος από τον Εννίωνα (πρώτος αι. μ.Χ., Ποταμιά πλησίον Γόλγων / Γολγών Κύπρου, φυσητή ύαλος σε τέσσερεις μήτρες, The Metropoolitan Museum of Art, New York, 81.10.224
Η παραπάνω εισαγωγή πάσχει κατά το γεγονός ότι αποδίδει τα τεχνολογικά και άλλα επιτεύγματα όχι σε πολιτισμούς αλλά σε εδαφικές περιοχές ή πολιτικές επικράτειες, σαν να είναι αυτά φυτά που βγαίνουν από την γή .. Η διαδικασία χυτεύσεως της υάλου, γιά παράδειγμα, συνδέεται πράγματι με την Αίγυπτο αλλά, ειδικότερα, με τον Ελληνιστικό πολιτισμό αφού η χώρα του Νείλου ευρίσκετο κατά την λεγομένη Πτολεμαϊκή περίοδο υπό τον πολιτικό έλεγχο της ομώνυμης δυναστείας, η οποία άφησε ανεξίτηλο το πολιτιστικό αποτύπωμά της σε αυτήν και ευρύτερα στον χώρο αλλά και στον χρόνο! Ομοίως η τεχνική της φυσητής υάλου συνδέεται κατ' αρχήν με τον Εννίωνα από την Συρία, περιοχή η οποία ευρίσκετο τότε υπό τον πολιτικό έλεγχο των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου. Ο Εννίων όμως κατά πάσαν πιθανότητα υπήρξε Έλλην, ζούσε στην Σιδώνα με έντονη την Ελληνική επιρροή υπό την εξουσία των Σελευκιδών, υπέγραφε δε τα έργα του στην Ελληνική γλώσσα!
Εφυαλωμένο κύπελλο από το Begram με σκηνή θεριστών (πρώτος / δεύτερος αι. μ.Χ., National Museum of Afghanistan, Kabul, 04.1.43, Photo: © Thierry Ollivier / Musée Guimet)
Οι ψηφιδωτές υάλινες χάνδρες απετέλεσαν μιάν ώριμη καινοτομία της υαλουργικής τεχνολογίας, τεκμήρια της οποίας έχουν βρεί τον δρόμο τους ακόμη και έως την Κίνα υπό την μορφή μωσαϊκών αγγείων ή χανδρών,[2] ή ακόμη και χανδρών απεικονιζουσών ανθρώπινα πρόσωπα![3] Η συγκεκριμένη τεχνολογία θεωρείται αρχικώς επίτευγμα της Δύσεως, από πολλούς δε ερευνητές τα σχετικά ευρήματα χαρακτηρίζονται ως Ρωμαϊκά. Αν και ο χαρακτηρισμός μπορεί να είναι αληθής υπό την πολιτική έννοια του όρου, λειτουργεί – όμως – παραπλανητικά, συσκοτίζοντας την πραγματικότητα από την ουσιαστική άποψη. Πράγματι ο Ρωμαϊκός όρος για την ύαλο φαίνεται να εμφανίσθηκε – επινοήθηκε κατά τον πρώτο αι., ενώ η ύαλος υπήρξε ήδη από μακρού τμήμα του Ελληνικού - Ελληνιστικού λεξιλογίου και αντικείμενο της σχετικής παραγωγής,[4] διαδεχόμενη, πιθανώς, την θέση του Μυκηναϊκού όρου κυανούν, ku-wa-no.
Φιάλη δεύτερου / πρώτου αι. π.Χ. από χυτή μωσαϊκή ύαλο (Yale University Art Gallery, 1955.6.20, http://www.alaintruong.com/archives/2017/08/04/35549011.html)
Για παράδειγμα η Καρανίς (σημερινό Kom Aushim) διακρινόταν για την ιδιαίτερη επίδοσή της στην υαλουργία, αφού παρήγαγε ψηφιδωτή ύαλο ενώ κατείχε και την απαιτητική τεχνική διακοσμήσεως των υάλινων επιφανειών μέσω της πολυεδρικής κοπής.[5] Η πόλη ιδρύθηκε στα πλαίσια του σχεδιασμού του Πτολεμαίου ΙΙ να εκμεταλλευθεί την εύφορη περιοχή του Fayum εγκαθιστώντας εκεί Έλληνες. Στην θέση αυτή έχουν ευρεθεί δείγματα ψηφιδωτών ή μωσαϊκών υάλινων αγγείων καθώς και άλλων διακοσμημένων με την διαμόρφωση πρισματικών ή επίπεδων επιφανειών (faceted / facet-cut glass).[6]
Το Κύπελλο του Λυκούργου (British Museum, PE 1958,1202.1)
Ανάπτυγμα της παραστάσεως από το Κύπελλο του Λυκούργου[7b]
Ένα από τα αριστουργήματα της υαλουργίας είναι το λεγόμενο κύπελλο του Λυκούργου, το οποίο έλκει το όνομά του από τον Θράκα βασιλέα του οποίου εικονογραφεί τον μύθο, σχετικόν με το δημοφιλές θέμα του θριάμβου του Διονύσου. Σύμφωνα με τον τελευταίο, ο οποίος όμως παρουσιάζει πολλές εκδοχές, ο Λυκούργος εστράφη κατά του Διονύσου και της θεολογίας του με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί. Το κύπελλο του Λυκούργου λοιπόν εικονογραφεί έναν Ελληνικό μύθο, διαθέτει δε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να αλλάζει χρώμα αναλόγως του αν φωτίζεται με διάχυτο ή σημειακό φώς. Εκτιμάται ότι αυτός ο διχροϊσμός από πράσινο σε κόκκινο υπηρετεί τον παριστώμενο μύθο, από τεχνική δε άποψη το κύπελλο θεωρείται ότι συνιστά κορυφαίο επίτευγμα. Η προέλευσή του τοποθετείται μάλλον στην Αλεξάνδρεια του τρίτου / τετάρτου αι.[7] Η πόλη αυτή υπήρξε κέντρο της υαλουργίας κατά την Ελληνιστική περίοδο, διατήρησε δε την εξέχουσα θέση της και μετά την Ρωμαϊκή επικράτηση, παραμένοντας πολιτιστικά κοσμοπολίτικη και με προεξάρχοντα τον Ελληνικό χαρακτήρα της, ως σχεδόν πρόσφατα. Από την άλλη η χρονολόγηση του αριστουργήματος το τοποθετεί στην ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο ή στην πρώιμη Βυζαντινή, χωρίς αυτό να μάς λέει τίποτα για την πολιτιστική ταυτότητά του. Πρόκειται για υάλινο κύπελλο του τύπου των διατρήτων (cage),[8] το οποίο οφείλει τον διχροϊσμό του στην ύπαρξη ιχνών χρυσού και αργύρου και στην περαιτέρω θερμική επεξεργασία του.[9]
Το ψηφιδωτό του Μεγάλου Αλεξάνδρου που κοσμούσε την έπαυλη του Φαύνου στην Πομπηία (αντίγραφο Ελληνιστικού, Εθν. Αρχ. Μουσείο, Νάπολι)
Παρ’ όλον ότι το κύπελλο του Λυκούργου και ο διχροϊσμός του θεωρούνται τεχνολογικά επιτεύγματα του τετάρτου αι. υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η σχετική τεχνολογία ήταν γνωστή κατά την Ελληνιστική εποχή,[10] όπως μαρτυρεί το επίγραμμα 8 του Ποσειδίππου. Ο Ποσείδιππος υπήρξε επιγραμματοποιός από την Πέλλα, όπου γεννήθηκε περί το 300 π.Χ., έζησε όμως στην Σάμο, όπου συνδέθηκε με τον Ασκληπιάδη και τον Ηδύλο κι εγκαταστάθηκε τελικά στην Αλεξάνδρεια. Μόλις το 2001 και υπό τον τίτλο Λιθικά του Ποσειδίππου δημοσιεύτηκαν τα 20 ποιήματά του τα οποία είναι τα πρώτα σωζόμενα ποιήματα σε κύλινδρο πάπυρου (P. Mil. Vogl. VIII 309), που χρονολογούνται από τον τρίτο αι. π.Χ.[11]
Πτολεμαϊκό εγχάρακτο της Βιέννης (Vienna cameo)
http://www.alaintruong.com/archives/2016/04/20/33691712.html
Στο όγδοο ποίημα[12] των Λιθικών περιλαμβάνεται αναφορά η οποία από τον Elsner εκτιμάται ότι αφορούσε αγγείο τέτοιου διχροϊκού τύπου:
"Όταν το φως φωτίζει από κάτω (φέγγος ἔνερθεν ἄγων, στ. 5) αυτός ο όμορφος λίθος με την απεικόνιση Δαρείου (Δαρεῖον ενεργοων ὁ καλὸς λίθος, στ. 3) δείχνει ένα εγχλαρακτο άρμα (...ρμα ... γλυφθέν, στ. 3–4 ) Από την άλλη πλευρά, όταν το φως είναι διάχυτο (αὐγαῖς ἐξ ὁμαλοῦ φῶτος, κυριολεκτικά: “ακτίνες ομοιόμορφου φωτός”, στ. 6), προκαλεί και ξεπερνά και αυτά τα ρουμπίνια της Ινδίας (στ. 5–6).[13] Ο ίδιος ερευνητής μάς πληροφορεί για το ότι η ίδια ανωτέρω περιγραφόμενη εικονογραφία αποδίδεται και σε Ελληνο - Περσικό σκαραβοειδή σφραγιδόλιθο δακτυλιδιού του τετάρτου αι. π.Χ."[14]
..
Σκαραβοειδής σφραγιδόλιθος από σαρδόνιο λίθο, εικονίζων τον Δαρείο επί άρματος (BM 1911,0415.1, τέταρτος αι. π.Χ.)
Σημειώνεται ότι θραύσμα από άλλο διχρωματικό αγγείο έχει ανασκαφεί στην συνοικία Kom el-Dikka της Αλεξανδρείας, χρονολογούμενο στον τέταρτο αι., αφού ευρέθη στα αυτό αρχαιολογικό πλαίσιο με νομίσματα του Μαξιμίνου II, Λικινίου Ι και Κωνσταντίνου του Μεγάλου.[15] Από τον πέμπτο τάφο οικογενειακού κοιμητηρίου στην Κολωνία προέρχεται, άλλωστε, πρόσθετο διάτρητο υαλοτέχνημα φέρον την επιγραφή ΠΙΕ ΖΗCΑΙC ΚΑΛѠC ΑΕΙ, το οποίο θεωρείται ότι προοριζόταν για Έλληνα μέτοικο.[16]
Η διάτρητη υάλινη φιάλη της Κολωνίας
Συμπερασματικά το Κύπελλο του Λυκούργου απεικονίζει θέματα της Ελληνικής μυθολογίας,[17b] μάλιστα δε ενδεχομένως εχρησιμοποιείτο για την τέλεση Διονυσιακών τελετών,[17] κατασκευάστηκε σε εργαστήριο της Αλεξανδρείας, η οποία παλαιότερα υπήρξε κέντρο της Ελληνιστικής υαλουργίας, χαρακτηρίζεται από την εξαίρετη ιδιότητα του διχροϊσμού - υιοθετώντας τεχνολογία γνωστή στην Ελληνιστική υαλουργία - ενώ χρονολογικά τοποθετείται στην ύστερη Ρωμαϊκή ή πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του προσδίδουν έντονη την Ελληνική σφραγίδα, προκαλεί δε έκπληξη η επιμονή επιστημόνων να επιμένουν αποκλειστικά στο γεγονός της (αμφισβητούμενης πάντως) χρονολογήσεώς του στην περίοδο της Ρωμαϊκής πολιτικής εξουσίας!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Shenzen Museum 2020. Αρχαία Ρωμαϊκή υαλοτεχνία, <https://news.artron.net/20200309/n1071725.html> (15 Σεπτεμβρίου 2020).
[2]. Jiayao 2004, p. 58, fig. 47; Zhao, Li, Liua and Gan 2013, pp. 643-644. Ρωμαϊκό μωσαϊκό αγγείο χρονολογηθέν το 67 μ.Χ. (εποχή των Ανατολικών Han) ανεσκάφη από τον τάφο 2 της Jiangsu, ενώ από το Guangxi της Κίνας προέρχεται πρώιμη μωσαϊκή χάνδρα του πρώτου αι. μ.Χ. Για μια πλήρη μελέτη σχετικών τεκμηρίων από δημόσια και ιδιωτικά μουσεία και συλλογές βλ. Mahnke (Mahnke 2008).
[3]. Gan, Brill and Shouyan 2009, p. 176. Πρόκειται για ψηφιδωτή χάνδρα που ευρέθη στην Κορέα (Geongju), ενώ από το Guangxi της Κίνας προέρχεται άλλη πρώιμη μωσαϊκή χάνδρα.
[4]. Fleming 1999, p. 13.
[5]. Αντωνάρας 2006, σελ. 59. Ο Αγγλικός όρος faceted / facet-cut glass αποδίδεται από τον Αντωνάρα ως πολυεδρική κοπή.
[6]. Harden 1936, pp. 111, 159, 170, 173, 267, 280 & 86, 89, 105-106, 188, 348.
[7b]. Miziur-Moździoch 2017, fig. 5.
[7]. Ο σατιρικός ποιητής Μάρκος Βαλέριος αναφέρεται στην Αλεξάνδρεια του πρώτου αι. ως κέντρο παραγωγής υπερπολυτελών υάλινων αγγείων, ενδεχομένως όμως υπήρχαν περισσότερα κέντρα παραγωγής διατρήτων.
[8]. Αντωνάρας 2006, σελ. 18 (Β).
[9]. Freestone, Meeks, Sax and Higgitt 2007.
[10]. Whitehouse 1989, p. 120. Στο μυθιστόρημα Κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα γραμμένου μεταξύ 172-196 μ.Χ. από τον Έλληνα συγγραφέα Αχιλλέα Τάτιο ή Στάτιο από την Αλεξάνδρεια γίνεται αναφορά σε διχροϊκό υάλινο αγγείο χρησιμοποιούμενο σε Διονυσιακή τελετή.
[11]. Elsner 2014.
[12]. Fuqua 2008, pp. 8-9; Παπαδάκη 2008, σελ. 154.
[13]. Elsner 2013. Ο στίχος επιβεβαιώνει ότι οι Έλληνες της Ελληνιστικής περιόδου είχαν πρόσβαση σε Ινδικούς πολύτιμους λίθους, μερικούς των οποίων μάλιστα χρησιμοποιούσαν. Βλ. για παράδειγμα το Πτολεμαϊκό εγχάρακτο της Βιέννης (Vienna cameo) από Ινδικό σαρδόνυχα (278-270/69 π.Χ.). Το τεκμήριο φυλάσσεται στο Antikensammlung, Kunsthistorisches Museum, Vienna (IXa 81), <http://www.alaintruong.com/archives/2016/04/20/33691712.html>.
[14]. Elsner 2013, pl. 19. Ο σκαραβοειδής σφραγιδόλιθος από σαρδόνιο λίθο εικονίζων τον Δαρείο επί άρματος φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο, πιθανολογείται δε ότι κατασκευάστηκε στην Μ. Ασία για κάποιον τοπικό ηγεμόνα (BM 1911,0415.1, https://www.britishmuseum.org/collection/object/G_1911-0415-1). Παρόμοιο θεωρείται το θέμα από το δημοφιλές ψηφιδωτό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το οποίο κοσμούσε την έπαυλη του Φαύνου στην Πομπηία, θεωρείται δε αντίγραφο Ελληνιστικού (Εθν. Αρχ. Μουσείο, Νάπολι, https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/b/ba/Alexandermosaic.jpg/1280px-Alexandermosaic.jpg).
[15]. Kucharczyk 2014, p. 33, n. 11.
[16]. Το τεκμήριο φυλάσσεται στο Romisch-Germanisches Museum https://commons.wikimedia.org/wiki/File:The_Cologne_diatreta_glass_bowl_(cage_cup),_1st_half_of_4th_century_AD,_found_in_Cologne_from_grave_5_in_the_family_cemetery_of_a_villa_rustica,_Roman_glassware,_Romisch-Germanisches_Museum,_Cologne_(14874018904).jpg).
[17b]. Το ίδιο θέμα - της τιμωρίας του βασιλέως Λυκούργου - απεικονίζεται επίσης σε Ελληνιστικό αργυρό κάνθαρο τηρούμενο στο Walters Art Gallery - Walters Silver Kantharos 57.929.
[17] Elsner 2013, pp. 104-105, n. 8.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντωνάρας, Α. Χ. 2006. “Γυάλινα Ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά αγγεία στη Θεσσαλονίκη και την περιοχή της” (διδ. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων).
Elsner, J. 2013. "The Lycurgus cup," in New Light on Old Glass: Recent Research on Byzantine Mosaics and Glass, ed. Ch. Entwistle and L. James, London, pp. 103–111.
Acosta-Hughes, B., E. Kosmetatou, M. Cuypers, and F. Angiò, eds. 2016. Text of the Posidippus Epigrams: New Poems Attributed to Posidippus, <https://chs.harvard.edu/CHS/article/display/1343> (10 October 2020).
Freestone, I., N. Meeks, M. Sax, and C. Higgitt. 2007. "The Lycurgus Cup – A Roman Nanotechnology," Gold Bulletin 40 (4), pp. 270-277.
Fuqua, C. 2008. "An Internal Ring Composition in Posidippus' 'Lithika'," The Classical World 102 (1), pp. 3-12.
Elsner, J. 2014. “Lithic Poetics: Posidippus and his Stones,” Ramus 43 (2), pp. 152-172.
Kucharczyk, R. 2014. "A Fragment of Dichroic Glass from Alexandria," Journal of Glass Studies 56, pp. 29-35.
Παπαδάκη, Π. 2008. "Ποσειδίππου επιγράμματα (P. mil. vogl. VIII 309). Λιθικά - Ιαματικά: εισαγωγή, κείμενο, κριτικό υπόμνημα, μετάφραση, σχόλια" (διδ. ΕΚΠΑ).
Duncan Jones, J. 2019. Rev. of D. Whitehouse (with W. Gudenrath and P. Roberts), Cage Cups: Late Roman Luxury Glasses, in AJA 123.1, <https://www.ajaonline.org/book-review/ 3809? Fbclid = IwAR2uIeFYBcVdQd-p20eRIbbaNHfamQrH9HSNemKHdFxiaTjpP-ok2ZhAPYY>.
Shenzen Museum. 2020. Αρχαία ρωμαϊκή υαλοτεχνία, <https://news.artron.net/20200309/n1071725.html> (15 Σεπτεμβρίου 2020).
Lightfoot, C. S 2014. Ennion: Master of Roman Glass (Metropolitan Museum of Art), New York.
Whitehouse, D. 1989. "Roman dichroic glass: two contemporary descriptions?," Journal of Glass Studies 31, pp. 119–121.
Arputharani Sengupta. . “Roman Glass and Painted Vessels in Kushana Funerary Cult,” https://www.academia.edu/31603309/Roman_Glass_and_Painted_Vessels_in_Kushana_Funerary_Cult?email_work_card=view-paper (18 November 2020).
Tissot, F. 2006. Catalogue of the National Museum of Afghanistan, 1931-1985, Unesco.
https://unesdoc.unesco.org/ark:/48223/pf0000148244https://books.google.gr/books?id=v64vAgAAQBAJ&printsec=frontcover&redir_esc=y#v=onepage&q=Cameo%20head%20with%20Minerva&f=false
Spier, J. 1992. Ancient Gems and Finger Rings: Catalogue of the Collections, Malibu: The J. Paul Getty Museum.
https://www.jstor.org/stable/20169005?seq=1#metadata_info_tab_contents
van de Grift, J. 1984/1985. "De Lycurgo Insano: The Dionysiac Frieze on a Silver Kantharos," The Journal of the Walters Art Gallery 42/43 (1984/1985), pp. 6-15.
https://www.academia.edu/44847238/Selection_of_the_ceramic_collection_from_Jerusalem_Hill
Miziur-Moździoch, M. 2017. "The symbolism of the Lycurgus Cup," Archaeologia Polona 55, pp. 99-112.
https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=454938912946004&id=100052896971032&__cft__[0]=AZV4n8pZCQZJs4FicVcAeeYRe94KIr4XWm77i7EzK891t5GRnUyKpCW8UvcKW9usuds6uBgFbRue6j9H43kFzUAKNvcvaaYB4RU6WwjvXS2Gp2FgyoyDrteXLHEB7jUMiP-sDVOf8gWv0A2dqeoUm4XE&__tn__=%2CO%2CP-R
Cameo gem with 'Minerva' set into a hollow ring. Roman, 1st cent. A.D., Getty Museum 88.ΑΝ.13
Διακοσμημένο υάλινο αγγείο (μτφ από
https://www.facebook.com/EgyptologyMisr/photos/2856693931232598)
Η υαλουργία υπήρξε ήδη μέρος της Αιγυπτιακής τεχνικής παραγωγής, συνεχίστηκε δε κατά την Ελληνο - Ρωμαϊκή περίοδο. Ο αμφορέας κατασκευάστηκε με εμφύσηση η δε διακόσμησή του πραγματοποιήθηκε σταδιακά. Πρώτα προσετέθη η τριποδική βάση, η οποία προσαρμόστηκε στο σώμα, ενώ τα λοιπά διακοσμητικά στοιχεία προσετέθησαν σε διαδοχικά στάδια. Χρονολόγηση 332-395 (?) π.Χ The production of glassware was already a part of the Egyptian craft tradition that remained till the Greco-Roman period. The amphora was blown and the decoration applied in separate operations. The first element to be added was the tripod base which was attached to the vessel, while the other decorative elements were added in successive stages.
Greco-Roman Period, ca. 332 BC-395 AD, από το Faiyum, φυλάσσεται στο Αιγυπτιακό Μουσείο Καῒρου. ΣΧΟΛΙΑ: Η Ελληνιστική υαλουργία είχε ήδη αναλάβει την πρωτοπορία διεθνώς στον κλάδο, άλλωστε η τεχνική εμφυσήσεως υάλου εφευρέθηκε στην Ελληνιστική Σιδώνα από τον Εννίωνα! Να προσθέσουμε ότι η Αρσινοῒτης (Fayum) παρέμεινε επί αιώνες μετά την Ρωμαϊκή κατάκτηση (το 30 π.Χ.) υπό την Ελληνική επιρροή, Εξελληνισμένη και με ενεργό Ελληνική κοινότητα δραστηριοποιούμενη στις τέχνες, την δημόσια διοίκηση, στην θρησκευτική ζωή, αστρολογία κλπ...
Παραθέτω παρόμοιο αριστούργημα σκοτεινής προελεύσεως: Υάλινη αναρτώμενη φιάλη σχήματος κουκουλιού (Έκθεση Από την Μεσόγειο στην Κίνα, 平山郁夫丝绸之路美术馆藏文物展, Silk Road Treasures from Hirayama Silk Road Museum), Glass vessel with handle, Eastern Mediterranean, 4th-5th century, Height 23 cm, Collection number 104369
Cage beaker with two handles, Blue glass, Begram (K.p. Beg. 693. 433, Exc. no. 182, K. M. inv. no. 57-2-44, H 0.145, Blue glass, ROW, 71, fig.69; D.D. B.103.85Exc. no. 182), 1st century CE
K.p. Beg. 692. 432.
Exc. no. LXXXII.
H 0.210.
White glass.
G. 81316/115.
Beaker encased within
a ‘cage’ of horizontal
undulating filaments of
glass supported by vertical
filaments attached to the
wall of the vessel. They
are similar to the cagecups, but very seldom
found elsewhere. This
(very damaged) example
enables us to understand
its manufacture
Αμφορέας φυσητής υάλου με δέκα έξη λαβές (4/5 αι., Α. Μεσόγειος, Yale Art Gallery 1930.429)
Arputharani Sengupta
Ένα ποτήρι από λευκό γυαλί (H.17.8cm) περικλείεται μέσα σε έναν 'κλωβό' οριζόντιων κυματοειδών νημάτων από γυαλί που υποστηρίζονται από κατακόρυφα νήματα συνδεόμενα με το τοίχωμα του δοχείου (Begram Exc. No. 228, Exc. No. 194.).20
Ένα ποτήρι με δύο λαβές σε μπλε γυαλί έχει τον ίδιο τύπο filigree με το προηγούμενο κομμάτι (0,17). Μεταξύ των διαφόρων τέτοιων αγγείων μέσα σε έναν 'κλωβό' είναι ένα βάζο ύψους 21 cm σε διαφανές γυαλί που περιβάλλεται από οριζόντιες κυματοειδείς ίνες από λευκό γυαλί που συνδέονται με το τοίχωμα του δοχείου μέσω των οριζόντιων νημάτων. Η ασυνήθιστη τεχνική κατασκευής εκτίθεται από τη ζημιά στο σκάφος (Begram Exc. No. LXXXII).21
Το λιωμένο γυαλί καταψύχεται σε φανταστικά κυματιστά νήματα γύρω από γυάλινα ποτήρια φτιαγμένα σε διαφορετικά σχήματα. Οι εξαιρετικά σπάνια «κλουβιά» είναι τα πρώτα γνωστά παραδείγματα νανομηχανικής πολύ σπάνια βρίσκονται αλλού.
https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=454938912946004&id=100052896971032&__cft__[0]=AZV4n8pZCQZJs4FicVcAeeYRe94KIr4XWm77i7EzK891t5GRnUyKpCW8UvcKW9usuds6uBgFbRue6j9H43kFzUAKNvcvaaYB4RU6WwjvXS2Gp2FgyoyDrteXLHEB7jUMiP-sDVOf8gWv0A2dqeoUm4XE&__tn__=%2CO%2CP-R
Cameo gem with 'Minerva' set into a hollow ring. Roman, 1st cent. A.D., Getty Museum 88.ΑΝ.13
Spier, J. 1992. Ancient Gems and Finger Rings: Catalogue of the Collections, Malibu: The J. Paul Getty Museum.
p. 158
435 Plasma (green chalcedony) bust in hollow gold ring Bust, 18.4 X 10.7 x Circa 13 mm; greatest diameter of hoop, 28.2 raw. First century AD, 88.AN.13 (Color plate 5)
Description: Facing bust of Athena wearing a crested Corinthian helmet and aegis; the bust rises from a slightly convex, oval plaque that is mounted in the bezel of the ring. The hoop is like Henig, Römische Fingerringe, no. 145, and Henig, Roman Engraved Gemstones, Type VI. Discussion: Like catalogue numbers 433 and 434, above, this example belongs to a group of cameo busts carved in precious stone that served as ring bezels (see the discussion above). Another bust of Athena, in sardonyx, is in Leningrad (Leningrad Cameos, no. 474), along with two Hellenistic varieties in garnet set in gold rings, which were found at Kerch (Leningrad Cameos, nos. 11-12; Furtwängler, AG, vol. 3, p, 152); the type may ultimately derive from Late Classical gold relief rings (see the example with bust of Athena from Calabria, BMC Rings, no. 224). Bibliography: GettyMusJ 17 (1989), p. 115, no. 25.
p. 157 (about nr. 433)..
Vollenweider has observed that the diademed and veiled heads are very close in style to representations of Arsinoë II and has placed the entire series in the Ptolemaic court of the third century B.C. Although the derivation of the type from representations of Ptolemaic queens is likely, such an early date for the group of amethysts is not entirely convincing, and an early Roman imperial dare might be preferable. A garnet cameo that was once set into a ring depicts Berenike II in profile (Boardman, Intaglios and Rings, no. 59 = Getry Museum 81.AN.76.59), but it is the only example clearly datable to the Ptolemaic period that has so far come to light. Roman imperial women, however, are frequently depicted with diadem and veil, and examples include the large chalcedony bust in the Getty Museum (see cat. no. 432), and, most notably, a facing bust of Livia in plasma, which is very similar in style and technique to the group of amethysts (once Story-Maskelyne collection; Vollenweider, p. 66 n. 7, pl. 70.8 = Megow, Kammeen, p. 250-251, B 7, pl. 2.3). Megow has suggested that the amethyst in Paris (Bibliotheque Nationale, no. 14 = Vollenweider, Steinschneidekanst, p. 13 n. 4, pls. 5.7-8, 10, 6.1-3 = Megow, Kameen, p. 290, D 7, pl. 7.16) may depict Antonia. The types of materials used in the group (amethyst, agate, garnet and plasma) are more typical of the early imperial period than of the Ptolemaic era, and the materials, style, technique, and function (note the ridge around the head or bust) are remarkably similar to the large series of facing Eros heads that are certainly of Roman imperial date (see cat. no. 434, below). They appear most commonly to have been set in rings, and some rings carved entirely from precious stone have similar facing female heads or busts on the bezel (see Munich, pt. 3, no. 2.400, carnelian; Vienna Cameos, no. 28, rock crystal, late first century AD).
-----------------------
GREEKS AND GLASS: THE ROLE OF HELLENISTIC GREEK SETTLEMENTS IN THE EASTERN MEDITERRANEAN IN GLASS PRODUCTION AND CONSUMPTION
Margaret O'Hea
Mediterranean Archaeology, Vol. 19/20, PROCEEDINGS OF THE 25TH ANNIVERSARY SYMPOSIUM of the AUSTRALIAN ARCHAEOLOGICAL INSTITUTE AT ATHENS: Athens 10–12 October, 2005 (2006/07), pp. 141-150 (11 pages)
https://www.jstor.org/stable/24668194
Contribution from Meditarch
THE ROLE OF HELLENISTIC GREEK SETTLEMENTS IN THE EASTERN
MEDITERRANEAN IN GLASS PRODUCTION AND CONSUMPTIO
Margaret O'Hea
Following Pliny the Elder, emphasis in past scholarship has been on Phoenician and Syrian roles in innovative glass production, culminating in the likely Levantine discovery of glass-blowing by the middle of the first century bc. However, an equally important role might be said to have been played by Seleucid settlements in the Levant in providing a market-driven basis for these developments, and by key Ptolemaic trading locations, such as Alexandria and Rhodes, where Greek tastes in shape and decoration blended with pre-existing non-Greek technologies to form an innovative ancient industry. Archaeological work in the past two decades in the Levant and on Rhodes highlights the importance of such Greek settlements in this Hellenistic glass industry.
For the early Hellenistic period in the eastern Mediterranean region, glassware was very restricted in numbers and functions: élite banqueting, liturgical, or votive uses. The use of glass in personal adornment is outside the scope of this paper, and in any case does not appear to have increased or decreased greatly throughout the Hellenistic or Roman periods in the Levant.
P. Triantafyllidis's recent publications have cogently argued that the translucent cast plates and bowls produced on Rhodes from the Hellenistic period were either based on Achaemenid glass and metal forms which had long been imported into the Greek world, or were derived from purely Greek forms of metal and ceramic drinking vessels.1 In addition, Macedonia has also appeared as a likely production centre for glass drinking vessels of Greek forms in the third century bc.2 Made either from grinding down a solid, deliberately decolourized blank, or—more likely—cast between two moulds on a potter's wheel, this glassware was extremely labour-intensive in its finishing process. Some were painted, like the famous situla in the Metropolitan Museum,3 but even those that were not nevertheless replicated expensive rock crystal.
Alexandria and her possession Rhodes may also have been one source for the later 3rd century bc versions of these high quality, labour-intensive Greek forms of glass drinking sets.4 They include the types present in 3rd-century bc Canosan graves in Italy. They were, however, rarer than their occurrence in tombs suggests, for fragments of such vessels from contemporary urban domestic sites are extremely rare. Indeed, even when they were depicted on house-murals on Delos in the later second century bc, their architectural contexts and associated imagery indicates their use in rites associated with household shrines.5
https://britishmuseum.iro.bl.uk/concern/books/3d968595-ca1d-4594-90fd-f85b3ced8024
Entwistle, C. & L. James. 2013. New Light on Old Glass: Recent Research on Byzantine Mosaics and Glass Public Deposited, The British Museum.
2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου