BUY NOW

Support independent publishing: Buy this book on Lulu.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

'FABULOUS FIVE' or EX ORIENTE LUX

 ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ή ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΖΩΙΚΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑΣ - ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΙΝΩΕΣ & ΜΥΚΗΝΑΙΟΥΣ

Τα Υπέροχα Πέντε αποτελούν όρο που επινοήθηκε από την J. L. Crowley προκειμένου να περιλάβει πέντε πραγματικά ή φανταστικά, υβριδικά ή μή ζωικά πλάσματα:[1] πίθηκος,[2] λέων,[3] γρύπας, δράκων, τζινι. Αυτά απαντούν στην Μινωική και εν συνεχεία Μυκηναϊκή εικονογραφία, γλυπτική και εν γένει καλλιτεχνική απεικόνιση, χαρακτηρίζονται δε από την συγγραφέα ως πραγματικά μέν αλλά μή αυτόχθονα στο Αιγαίο ή υβριδικά και φανταστικά, αμφοτέρων δε η πηγή της εικονογραφίας αποδίδεται στην Εγγύς Ανατολή ή την Αίγυπτο. Τα ζώα αυτά έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής και δημοφιλίας στο Αιγαίο απεικονισθέντα εκεί καθ' υπερβολήν!
Υπάρχουν χαρακτηριστικά που συνδέονται με αυτά τα ζώα, αν και η ερμηνεία της Crowley καθιστά σαφές ότι το καθένα διέγραψε μια συγκεκριμένη τροχιά και έτυχε της ιδιαίτερης κατανοήσεως στον Μινωικό κόσμο. Οι ερμηνείες της Crowley για αυτά τα υβριδικά πλάσματα είναι πολύτιμες, αλλά οι διαφορές τους υπογραμμίζουν την 'εξωτερική' φύση της ταξινομήσεως των «υπέροχων πέντε». ..[4]

Μυκηναϊκό διακοσμητικό με λέοντα επί του θηράματός του (Nancy Thomas)

Ακολουθεί σχετικό απόσπασμα από την ανάλυση της Crowley:[5]

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ

Σε όλο το βιβλίο, αφού συζητήθηκαν διάφορα στοιχεία και θέματα, έγινε αναφορά στην σχέση της αιγαιοπελαγίτικης τέχνης με αυτήν των δύο μεγάλων παραδόσεων στα ανατολικά, της Αιγυπτιακής και της Μεσοποταμιακής. Η μεταφορά ανατολικών διακοσμητικών θεμάτων στο Αιγαίο έχει σημειωθεί ήδη, αφορούσε δε στα ουράνια ζώδια, τα διπλά κέρατα,[6] τα εξωτικά και φανταστικά πλάσματα, διάφορες εραλδικές στάσεις (πόζες) και συνθέσεις αντωπών - αντιθετικών ομάδων. Όταν ένα διακοσμητικό θέμα ή μια ιδέα μεταφερόταν από τις μεγάλες καλλιτεχνικές παραδόσεις της ανατολής, πάντα κατέληγε σε μια ιδιότυπη λύση για την αναδιατύπωση της εισαγωγής στο Μινωικό ιδίωμα. Η πλήρης αφομοίωση και η Αιγαιακή επαναδιατύπωση των Υπέροχων Πέντε (Fabulous Five) είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα αυτής της ανατολικής επιρροής. Σε δύο περιπτώσεις οι Μινωικές εικόνες γίνονται δεκτές στις ανατολικές παραδόσεις. Στην Μέση Εποχή του Χαλκού οι συσχετίσεις μεταξύ Κρήτης και Μεσοποταμίας εμφανίζονται στις μεγάλες τοιχογραφίες στο ανάκτορο του Zimri Lim στο Mari του Ευφράτη. Σχέδια με τρέχουσα σπείρα πλαισιώνουν την τοιχογραφία της ανακηρύξεως του ηγεμόνος (Investiture), ενώ τα μοτίβα των φλεβώσεων μαρμάρου εμφανίζονται στα δάπεδα. Στην Αίγυπτο της 18ης Δυναστείας, οι στάσεις των ζώων του Αιγαίου ήτοι αυτές του ιπτάμενου καλπασμού, του ιπτάμενου άλματος και της αντίστροφης συστροφής είναι αυτές που χρησιμοποιούνται σε τοιχογραφίες και σε ανάγλυφα έργα. Αυτές οι ζωηρές στάσεις ζώων εμφανίζονται επίσης σε σφραγιδο-κυλίνδρους της Συρίας. Οι προαναφερθείσες επιτυχείς υιοθετήσεις Μινωικών διακοσμητικών θεμάτων περαυσιάζουν δύο κοινά σημεία. Είναι καλλιτεχνικές καινοτομίες χωρίς ισοδύναμα σχέδια στα ανατολικά και είναι απαλλαγμένες από θρησκευτικούς / πολιτιστικούς συνειρμούς. Αυτοί οι δύο παράγοντες επέτρεψαν την υιοθέτησή τους στην Ανατολή από καλλιτέχνες που είδαν την καλλιτεχνική τους αξία και καλωσόρισαν τις δυνατότητες επεκτάσεως του δικού τους θεματολογίου με τόσο ζωντανές εικόνες. Παρόμοιες επιλογές έγιναν αναμφίβολα όταν επρόκειτο να συμπεριληφθούν διάφορα αιγαιοπελαγίτικα μοτίβα στο Διεθνές Θεματολόγιο και το Διεθνές Ύφος που παρατηρείται στα ανατολικά κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Αυτό που δεν παίρνουν οι Μινωίτες από την ανατολή είναι αποκαλυπτικό. Καμία από τις μεγαλειώδεις εικόνες της βασιλείας και από τις δύο παραδόσεις δεν κινείται πρός τα δυτικά. Δεν υπάρχει επιθετική μορφή που να θυσιάζει αιχμαλώτους, δεν υπάρχει ο φτερωτός ηλιακός δίσκος, κανένα διακριτικό της βασιλικής οικογένειας. Το γεγονός ότι η σφίγγα τυγχάνει καθυστερημένης υποδοχής από την Μυκηναϊκή τέχνη μπορεί κάλλιστα να σημαίνει ότι οι Μυκηναίοι είχαν διαφορετική άποψη για τη δύναμη ενός μονάρχη, περισσότερο παρόμοια με την Αίγυπτο παρά με την μινωική Κρήτη.

Σφραγίδα CMS I 051 με παράσταση λέοντα (Ασπρόχωμα / Αγριοσυκιά)

Στο βιβλίο μου το 1989, The Aegean and the East, πρότεινα τέσσερις εποχές επαφής που συμπίπτουν στην Κρήτη με την προανακτορική, πρωτοανακτορική και νεοανακτορική περίοδο και στην συνέχεια την ΥΕ IIIA-B με την Μυκηναϊκή επέκταση. Αυτές οι εποχές των επαφών εξακολουθούν να παρέχουν τα περισσότερα στοιχεία για καλλιτεχνική μεταφορά, όπως φαίνεται στα πιο πρόσφατα ευρήματα από ανασκαφές στο Tell Kabri στο {ΣτΜ: σημερινό} Ισραήλ και στο Tel el d'Aba στην Αίγυπτο. Ωστόσο, όπως οι εμπορικοί δρόμοι δεν ξεχάστηκαν ποτέ αληθινά, η μνήμη της τέχνης θα μπορούσε κάλλιστα να είχε παραμείνει συνεχώς στη συνείδηση των ανθρώπων, παρόλο που δεν μπορούμε να την εντοπίσουμε από αυτή την απόσταση στο χρόνο. Υπό το πρίσμα αυτής της μελέτης σφραγίδων, η οποία μπόρεσε να λάβει υπόψη τις εκτενείς ενδείξεις των προανακτορικών και πρωτοανακτορικών εικόνων της σφραγίδας, πρέπει να γίνουν κάποιες αλλαγές στο χρονοδιάγραμμα. Η έμπνευση από την ανατολή ήρθε πολύ νωρίτερα από ό,τι είχε αναγνωριστεί προηγουμένως. Στην αρχή της Πρώιμης Περιόδου της σφραγίδας, ο πίθηκος, το λιοντάρι, ο γρύπας και ο δράκος μπήκαν στην τέχνη μαζί με σχέδια παπύρου, παλάμης και ανθεμίου. Για τον εορτασμό της σημαίνουσας εκδόσεως της Kantor το 1947, .. πραγματοποιήθηκε ένα Συμπόσιο με το ίδιο όνομα στο Σινσινάτι το 1997 και τα πορίσματα δημοσιεύτηκαν στο Aegaeum 18 το 1998. Το Συμπόσιο μπόρεσε να αναλογιστεί τις προόδους στην κατανόηση των Διασυνδέσεων της Εποχής του Χαλκού πενήντα χρόνια από την έκδοση της Kantor. Αν και δεν έχουν περάσει ακόμη πενήντα χρόνια από το Συμπόσιο του Σινσινάτι, ίσως είναι ήδη καιρός να προγραμματίσουμε ένα άλλο τέτοιο διεθνές συνέδριο με το ίδιο θέμα, προκειμένου να συγκεντρώσει όλα τα νέα ανασκαφικά και εικονογραφικά στοιχεία για διαπολιτισμική έμπνευση.


14.4.2 ΓΡΥΠΑΣ[7]

Αξιοσημείωτη για τις ενδεχόμενες επαφές Ανατολίας – Κρήτης είναι ελεφαντοστέινη πλάκα εγχάρακτη με παράσταση γρύπα Αιγαιακού ύφους, η οποία ανήκε στην Συλλογή Pratt. Το τεκμήριο είναι αποτέλεσμα ανεπίσημης ανασκαφής και έχει αποδοθεί στην Ανατολία[14_94] ή και το Acemhöyük ειδικώτερα,[14_95] αν και αρχικώς συσχετίσθηκε και με αυτούς τους Φοίνικες ακόμη![14_96] Σύμφωνα με τους ειδικούς του Μητροπολιτικού Μουσείου Νέας Υόρκης όπου φυλάσσεται, οι γρύπες αυτού του τύπου, με κυματιστό βόστρυχο και εκτεταμένα φτερά, χαρακτηρίζουν την τέχνη του Αιγαίου σε μεταγενέστερες περιόδους, επί παραδείγματι στην περίφημη Μινωική τοιχογραφία από το ανάκτορο της Κνωσσού όπου τα μειξογενή αυτά πλάσματα πλαισιώνουν τον βασιλικό θρόνο.[14_97] Η συγκεκριμένη εγχάρακτη παράσταση έχει θεωρηθεί ως η παλαιότερη γνωστή απόδοση αυτού του τύπου γρύπα, υποδηλώνοντας ότι το θέμα υιοθετήθηκε από Μινωίτες καλλιτέχνες μετά από επαφές τους με την Ανατολή της Εποχής του Χαλκού. 
Σχετικά με την καταγωγή του γρύπα υπάρχουν πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις. Έτσι η Aruz αποδίδει τον Μινωικό γρύπα της πρωτο – ανακτορικής περιόδου στην Εγγύς Ανατολή,[14_98] ο Evans βλέπει – και εδώ – Αιγυπτιακή προέλευση,[14_99] ο δε Schliemann πρωτοτυπώντας συνδέει το Μινωικό μειξογενές πλάσμα με την Ινδία![14_100] Άλλοι ερευνητές έχουν προτείνει την Μιττανική προέλευση (Crowley),[14_101] ή την Συριακή (Frankfort)[14_102] ενώ στα προηγούμενα αναφερθήκαμε ήδη και σε Φοινικική συσχέτιση!
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμη η παράθεση μερικών πρόσθετων πληροφοριών και σχολίων αναφορικά με την ευκολία που ένα τέτοιο σκοτεινής προελεύσεως εύρημα χαρακτηρίζεται ως Μικρασιατικό και μάλιστα εντοπίζεται η ακριβής προέλευσή του από το Acemhöyük (ανάκτορο Sarikaya) ενώ χρονολογείται και μάλιστα στην φάση ΙΙΙ τής προαναφερθείσας θέσεως, η οποία έληξε με πυρκαϊά περί το 1777/1774.[14_103] Η παλαιότερη γνωστή στον γράφοντα Μινωική παράσταση γρύπα ή γρυποειδούς φέρεται στις σφραγίδες CMS II.5 317 & 318, αγνώστου προελεύσεως και χρονολογούμενες αισθητικώς στην ΜΜ ΙΙ περίοδο, ήτοι μετά το 1800 π.Χ.[14_104] Η χρονολόγηση αυτή δεν απέχει από τήν αποδοθείσα στο Acemhöyük, σε κάθε δε περίπτωση η χρονική διαφορά μεταξύ τους είναι μικρή. 
Άξια αναφοράς είναι ότι η αρχαιότερη στον Αιγαιακό χώρο παράσταση φανταστικών πλασμάτων είναι η φερόμενη επί του σφραγιδοκυλίνδρου CMS IS 066 των μέσων της τρίτης χιλιετίας από την Πολιόχνη (κίτρινη περίοδος), ο οποίος τηρείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών (αρ. 7243).[14_105] Από τα Σούσα της πρωτο – Ελαμιτικής περιόδου, τού τέλους της τετάρτης χιλιετίας, προέρχεται επίσης ενδιαφέρουσα σφραγίδα με φανταστικό πλάσμα προσομοιάζον σε σφίγγα, όπου επιχειρείται χαρακτηριστικά ο συνδυασμός στοιχείων από λέοντα και αρπακτικό πτηνό.[14_106]

Σφραγίδα CMS IS 066 από την κίτρινη περίοδο της Πολιόχνης

Εικ. 14_5: Εγχάρακτος γρύπας επί ελεφαντοστέϊνης πλάκας (Acemhöyük ;) 

Ανεξάρτητα από τα προηγούμενα η παράσταση γρύπα, μάλιστα με χαρακτηριστικό βόστρυχο, φαίνεται ότι αποτελεί σύνηθες διακοσμητικό θέμα στην Ανατολία κατά την περίοδο των Παλαιό – Ασσυριακών εμπορείων. Έτσι σφραγίδες με σχετική παράσταση γρύπα απειλούντος τετράποδο προέρχονται από το Boğazköy της περιόδου των Ασσυριακών εμπορείων (karum),[14_107] καθώς και από τις θέσεις Sirkeli Höyük, Kültepe και Konya-Karahöyük,[14_108] ενώ δεν είναι λίγες και οι παραστάσεις μοναχικού γρύπα από την Κάτω Πόλη του Boğazköy.[14_109]
Ανεξάρτητα από την διάθεση μερίδας αρχαιολόγων να ανακαλύψουν την πηγή της εμπνεύσεως των Μινωιτών ή Ελλαδιτών εν γένει στην Ανατολία ή αλλού, επιδεικνύοντες έτσι μια προκρούστεια διάθεση για την υποστήριξη μεροληπτικών απόψεων, γεγονός είναι ότι η Μινωική σφραγιδογλυφία και η εν γένει καλλιτεχνική παραγωγή γονιμοποιήθηκε από τις αισθητικές προσεγγίσεις άλλων λαών, αφομοιώνοντας δημιουργικά τις τελευταίες και εντάσσοντάς τες στην δική της διακριτή αισθητική ματιά. Επί παραδείγματι ο Κνωσσιακός σφραγιδοκύλινδρος CMS II.2 29 από λαζουρίτη λίθο, φέρον σφίγγα και γρύπα, εκτιμάται ότι παραπέμπει σε πληθώρα μορφολογικών στοιχείων της Συρίας και της Ανατολίας, όμως οι Μινωίτες χαράκτες φαίνεται ότι επενέβησαν σωστικά και δημιουργικά στο έργο τέχνης, εντάσσοντας σε αυτό το Μινωικό βουκράνιο και κατασκευάζοντες νέα καλύμματα![14_110] Σε άλλη περίπτωση σφραγίδας από την Ugarit, χρονολογούμενης αισθητικώς την περίοδο 1700-1500 π.Χ., εμφανίζονται Αιγαιακά διακοσμητικά θέματα συνδυασμένα με άλλα από την Ανατολή χαραγμένα – όπως υποστηρίζεται – από Σύρο χαράκτη. Πράγματι το σώμα της σφραγίδας διαθέτει εναλλάξ κλειστά και ανοικτά άνθη λωτού, διακόσμηση η οποία εμφανίζεται σε Μιττανικά έργα της ΥΕΧ, σε τεκμήρια από το Alakakh VII της ΜΕΧ, σε υδρία από την Τούμπα του Σκούρου (Μόρφου, Κύπρος), αλλά και σε θραύσμα αγγείου του ρυθμού Καμαρών από την ίδια την Ugarit![14_111] Από την άλλη η σφραγίδα φέρει επίσης Αιγαιακού τύπου γρύπα καθώς και αίγαγρο σε χαρακτηριστική Αιγαιακή στάση (βλ. CMS II.5 258 της ΜΜ ΙΙ). Για να μην μακρυγορήσουμε αναφέρουμε τέλος ότι η λεγομένη σφραγίδα της Βιέννης, θεωρούμενη Συριακή, εικονίζει δύο πολεμιστές, ενδεδυμένους και με κόμμωση Μινωική, οι οποίοι πλησιάζουν καθήμενο άτομο που συνοδεύεται  από γρύπα επί κλίμακος, διαμορφώνοντας έτσι μία σκηνή η οποία ομοιάζει εκπληκτικά με λεπτομέρεια τοιχογραφίας της Ξεστής 3, όπου το καθήμενο πρόσωπο πιθανώς ταυτοποιείται με την Μινωική θεά![14_112]


14.8 ΣΦΙΓΓΕΣ[8]

Το θέμα της σφίγγας θεωρείται Αιγυπτιακής εμπνεύσεως, οι δε γνωστές μνημειακές κατασκευές στην Σαχάρα χρονολογούνται από τα μέσα της τρίτης χιλιετίας περίπου. Οι Μινωίτες εισήγαγαν το θέμα στην τέχνη τους περί το 2000 π.Χ.,[14_167] ήτοι πρίν την ανακτορική περίοδο. Στις πρώτες Μινωικές απεικονίσεις οι σφίγγες διέθεταν την ιδιόμορφη κόμμωση της Hathor, παρίσταναν άρρενες και εστερούντο πτερών, ακολουθούσες έτσι το Αιγυπτιακό υπόδειγμα και όχι την Συριακή παράδοση, όπως έχει υποστηριχθεί από μερίδα μελετητών.[14_168] Σφραγιστικό δακτυλίδι ανασκαφέν στις Αρχάνες και χρονολογούμενο από την ΜΜ ΙΙ περίοδο, διακοσμούμενο από γενειοφόρο σφίγγα σε πράσινο ίασπι (CMS VI 128),[14_169] έχει θεωρηθεί ως έργο Χεττιτικής επιρροής. Όμως η εκτίμηση αυτή του Evans δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή διότι η χρονολόγηση του κομψοτεχνήματος, όχι νεώτερη του 1800 π.Χ.,[14_170] υποδεικνύει ηλικία παλαιότερη της εμφανίσεως των Χετταίων στο ιστορικό προσκήνιο! Σημειώνεται ότι η σφίγγα διαθέτει χαρακτηριστικά ασυνήθη για το Αιγυπτιακό υπόδειγμα, όπως προκύπτει από την ιδιαίτερη στάση, την έμφαση στις λεπτομέρειες της κυματιστής κομμώσεως και το ότι είναι ορατά και τα τέσσερα πόδια.

Άπτερη σφίγγα από λαβή σφραγιστικού δακτυλιδιού από πράσινο ίασπη, Αρχάνες
https://www.academia.edu/115913897/The_BICS_Mycenaean_Seminar_2016_17

Αξίζει πάντως να σημειωθεί η ύπαρξη θηριομόρφου μικρού τεχνουργήματος από την Κρήτη χωρίς πλαίσιο ευρέσεως το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί πρώιμη σφιγγοειδή απόδοση, χρονολογούμενη ασαφώς στην περίοδο ΠΜ ΙΙΙ - ΜΜ Ιa.[14_170a1] Το τεχνούργημα είναι κατασκευασμένο από ελεφαντόδοντο, υιοθετεί δε μία συμπαγή, χονδρή εκδοχή σώματος λιονταριού με τραχύ ανθρώπινο πρόσωπο που χωρίζεται από την αυλακωτή χαίτη με μακρούς βοστρύχους τύπου Hathor και ελλειπτική παρουσίαση του οπίσθιου τμήματος. Μάλιστα η Tzavella-Evjen αναφέρει επiπρόσθετα ως πιθανό υποψήφιο αποδόσεως του ίδιου θέματος νεολιθικό εδώλιο επίσης από την Κρήτη![14_170a2] 
Αμφισβητήθηκε επίσης η προέλευση της σφίγγας – μελανοδοχείου από την Αγία Τριάδα, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί, και εκφράσθηκε η άποψη για την ύπαρξη ομοιοτήτων με τις Χεττιτικές,[14_171] όσον αφορά στην κόμμωση τύπου Hathor την οποία από κοινού αυτές διαθέτουν. Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε ώστε πρισματική σφραγίδα με παράσταση κεφαλής από την κεντρική Κρήτη να συσχετισθεί με παραστάσεις της Ishtar σε Συριακά μνημεία.[14_172] Άλλωστε ο Evans έχει υποστηρίξει απερίφραστα ότι η Μινωική και Ελλαδική, γενικώτερα, σφίγγα έχει παραλάβει τα χαρακτηριστικά της από τις μνημειακές σφίγγες των Χεττιτικών εδαφών, οι οποίες με την σειρά τους επηρεάστηκαν από το Αιγυπτιακό πρωτότυπο.[14_173] Όμως οι Μινωίτες δεν θα μπορούσαν να εισάγουν το χαρακτηριστικό της κομμώσεως Hathor από τους Χετταίους, δεδομένου ότι οι παλαιότερες Μινωικές απεικονίσεις σφιγγών με αυτό το χαρακτηριστικό προηγούνται χρονικά των Χεττιτικών και μάλιστα κατά αιώνες! Επιπρόσθετα, όπως σε άλλο σημείο ο ίδιος ο Evans έχει αποδεχθεί, η κόμμωση Hathor επαναλαμβάνει - αποδίδει το σύμβολο του διπλού ουραίου σκήπτρου, ‘uraeus’, το οποίο όμως είχε ήδη αφομοιωθεί στην Κρητική πραγματικότητα ως το ιδεόγραμμα υπ. αρ. 30 της ιερογλυφικής,[14_174] αλλά και υπό την μορφή σχετικών συλλαβογραμμάτων των Γραμμικών εν συνεχεία. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η Κρητική ιερογλυφική εμφανίσθηκε κατά την μετάβαση από την τρίτη στην δεύτερη χιλιετία,[14_175] προκύπτει ότι οι Μινωίτες είχαν ήδη αφομοιώσει το θέμα του ουραίου και δεν εχρειάζετο να αναμείνουν περισσότερο από μισή χιλιετία για να το παραλάβουν από τους Χετταίους.

Θηριόμορφο σφιγγοειδές τεχνούργημα από την Κρήτη (ΠΜ ΙΙΙ - ΜΜ Ιa)



4.15 ΠΙΘΗΚΟΕΙΔΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΑΙΑΚΗ ΤΕΧΝΗ;

Τοιχογραφία με πιθήκους στον δυτικό τοίχο του Δωματίου 6 του Κτιριακού Συγκροτήματος Βήτα στο Ακρωτήρι Θήρας

Η ανακάλυψη στο Αιγαίο τεχνουργημάτων με πιθηκοειδή έχει χρησιμοποιηθεί ως τεκμήριο για την ύπαρξη σχέσεών του με την Αίγυπτο. Ομοιότητες έχουν πράγματι διαπιστωθεί σε ελεφαντοστέϊνες σφραγίδες χρονολογούμενες στην ΠΜ ΙΙ περίοδο,[4_100] επί παραδείγματι σε σφραγιστικό δακτυλίδι από τον Μόχλο,4_101 και σφραγιδοκύλινδρο από την ίδια θέση.[4_102] Η πρώτη μοιάζει να υιοθετεί το πανάρχαιο Αιγυπτιακό θέμα του κυνοκέφαλου πιθήκου, γνωστού από την προδυναστική περίοδο,[4_103] το οποίο θα κοσμήσει εν συνεχεία μία ολόκληρη σειρά σφραγίδων.[4_104] Σημειώνεται πάντως ότι, όσον αφορά στον σφραγιδοκύλινδρο, η Αιγυπτιακή συσχέτιση φαίνεται να περιορίζεται μόνον στο υλικό (ελεφαντοστούν), παρά την αντίθετη άποψη του Gregg,[4_105] δεδομένου ότι και ο Evans τον αναγνωρίζει ως χαρακτηριστικά Μινωικό.[4_106] Έχουν εντοπισθεί επίσης πρόσθετες ελεφαντοστέϊνες σφραγίδες οι οποίες παρουσιάζουν ομοιότητα με Αιγυπτιακές της VI δυναστείας (2345-2160 π.Χ.). Επί παραδείγματι σφραγίδα από θολωτό οστεοφυλάκειο του Πλατάνου έχει την μορφή κυνοκέφαλου οκλάζοντος πιθήκου (καθήμενου οκλαδόν), ανακαλώντας στην μνήμη μας το πανάρχαιο Αιγυπτιακό θέμα, το συνδεόμενο με τον θεό Toth και την γραφή.[4_107] Σημειώνεται εδώ ότι ένα από τα κριτήρια τα οποία θεμελίωσαν την άποψη για την εισαγωγή από την Αίγυπτο του θέματος του οκλάζοντος πιθηκοειδούς είναι η θεωρούμενη ανυπαρξία του είδους στην προϊστορική Κρήτη και το Αιγαίο γενικώτερα,[4_108] όμως επ’ αυτού έχουν εκφρασθεί αποκλίνουσες απόψεις. Επί παραδείγματι αναφέρεται η ύπαρξη στην Θήρα απολιθωμένης κεφαλής πιθήκου,[4_109] ενώ και ο Άτλας των χερσαίων θηλαστικών των νήσων Ιονίου και Αιγαίου εκφράζεται υπέρ της διαχύσεως πιθηκοειδών στην Μεσόγειο κατά την αρχαιότητα.[4_110]

Εικ. 4_22: Ειδώλιο πιθηκοειδούς (θολωτός τάφος Α Πλατάνου)

Στον κατάλογο προστίθενται παραστάσεις από έναν ακόμη σφραγιδοκύλινδρο από τον Πλάτανο, παριστώσες η μέν πρώτη λέοντες στην σειρά κατά την περιφέρεια και αράχνες στον εσωτερικό δακτύλιο,[4_111] η δε δεύτερη δύο σκορπιούς, ακέφαλους σύμφωνα με την Αιγυπτιακή σύλληψη.[4_112] Ένα άλλο παράδειγμα προέρχεται από την Πολιόχνη Λήμνου, έγκειται δε σε σφράγισμα μορφής πιθήκου επί οστράκου, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως μιμούμενο Αιγυπτιακά υποδείγματα του Παλαιού Βασιλείου.[4_113]
Από τοιχογραφία του Ακρωτηρίου Θήρας αλλά και της Κνωσού προέρχεται απεικόνιση κυανού πιθηκοειδούς, το οποίο πρόσφατα υποστηρίχθηκε ότι ενδημούσε στην Ασία, χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά από το Αιγαίο της Εποχής του Χαλκού. Επιστημονική ομάδα υπό την Marie Nicole Pareja περιλαμβάνουσα μελετητές πρωτευόντων θηλαστικών κατέληξε ότι το απεικονιζόμενο στην τοιχογραφία είδος είναι το langur (Semnopithecus), προέρχεται δε από την Ινδική υποήπειρο![4_114] Το εύρημα, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, τεκμηριώνει ότι οι αρχαίοι πολιτισμοί που χωρίζονταν από μεγάλες αποστάσεις αντήλλασσαν ιδέες και διακοσμητικά θέματα, στην δε συγκεκριμένη περίπτωση εκτιμάται ότι η Μεσοποταμία απετέλεσε τον απαραίτητο μεσάζοντα της διαχύσεως! Από τα αρχαιότερα τεχνουργήματα που, κατά την ίδια ερευνήτρια, τεκμηριώνουν την ύπαρξη τέτοιων επαφών συνιστά οκλάζων πίθηκος από χαυλιόδοντα ιπποποτάμου ο οποίος κοσμεί σφραγίδα (CMS II,1 435) με το θέμα του σταυρού με διαγράμμιση τεταρτημορίων από την Τράπεζα Κρήτης της ΠΜ ΙΙΙ-ΜΜ ΙΙ. Κατά την ίδια ερευνήτρια πέραν του πιθήκου και το θέμα της σφραγίδας απετέλεσε επίσης δάνειο του Αιγαίου από την κοιλάδα του Ινδού, με την τελευταία όμως διαπίστωση να μην εδράζεται σε στέρεες αποδείξεις. Πράγματι το θέμα είναι παρόν στην νεολιθική ΝΑ Ευρώπη,[4_115]  απαντά σε σφραγίδα από την Ακρόπολη της ΜΝ (CMS I 003), ενώ συναντάται και σε σφραγίδα από την κυανή Πολιόχνη της ΠΕΧ (CMS V 518), την Λέρνα της ΠΕ ΙΙ-ΙΙΙ (CMS V 038), την Μήτρου Λοκρίδο, τον Μόχλο της ΠΜ ΙΙ/ΙΙΙ   (CMS II.1 478) κ.ά.
Γενική άποψη του Langurs (Semnopithecus) (Illustrations by Stephen D. Nash)


Από τα προηγούμενα προκύπτει ισχυρή η πιθανότητα της έμμεσης ή άμεσης επαφής του Αιγαίου με την Ινδική, όπως φαίνεται να υποστηρίζει η εικονογραφική υιοθέτηση εξωτικού πιθηκοειδούς στην Αιγαιακή τοιχογραφία, ενώ ανάλογες ενδείξεις έχουν αναφερθεί για την εισαγωγή στον Ελλαδικό χώρο στοιχείων από τον επίσης Ινδικό παπαγάλο αλλά και τούς θαλάσσιους όφεις (δροφιίνες) του Ινδικού ωκεανού![4_116]  



Εικ. 4_23: Σφραγίδα από την Ακρόπολη της ΜΝ (αρ.) και το Pirak IIIc


Δύο κερκοπιθηκίδες σε μινωικές τοιχογραφίες: (άνω) πίθηκος vervet από τοιχογραφία στο Ακρωτήρι Θήρας, (κάτω) μπαμπουίνος από τοιχογραφία στην Κνωσό (Urbani and Youlatos 2020, fig. 1)


Από το άρθρο των Urbani and Youlatos 2020

Στην Μινωική απεικόνιση, συγκεκριμένοι πίθηκοι φαίνεται να σχετίζονται ευδιάκριτα με ορισμένα πλαίσια. Οι μικρόσωμοι, ευκίνητοι και φυσιοκρατικά απεικονιζόμενοι πίθηκοι του είδους Chlorocebus pygerythrus συνδέονταν συχνότερα με δραστηριότητες αναψυχής. Ενώ στους μεγαλύτερους, πιο ανθεκτικούς, πιο 'γήινους' μπαμπουίνους - πιθήκους που είχαν ήδη θεοποιηθεί στην κοντινή Αίγυπτο ..- αποδίδονταν πιο ανθρωπόμορφες συμπεριφορές και απεικονίζονταν σε ιερά ή τελετουργικά γεγονότα. Αυτή η κοινωνία της Αιγαιακής Εποχής του Χαλκού, λοιπόν, ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός πολιτισμός που αντιλήφθηκε, αντιπροσώπευε, κατασκεύασε κοινωνικά και, τελικά, είχε επαφή με μη ανθρώπινα πρωτεύοντα . Η αναπαράσταση πρωτευόντων σε Μινωικά πλαίσια επιβεβαιώνει την πρώιμη ανταλλαγή εικονογραφίας και γνώσεως των πιθήκων μεταξύ των νησιωτών του Αιγαίου και τεκμηριώνει την αλληλεπίδρασή τους με ανθρώπινους πληθυσμούς από την Βόρεια Αφρική που θα μπορούσαν να ζούσαν αυτά τα είδη πρωτευόντων γύρω από τους παράκτιους οικισμούς τους.

Το χρώμα του τριχώματος τόσον των μπαμπουίνων όσο και των Chlorocebus pygerythrus εμπίπτει στην περιοχή γκρίζου/ελαιογκρι, αλλά παρουσιάζεται σταθερά ως κυανούν στις μινωικές τοιχογραφίες. Προτείνουμε ότι — όπως παρατηρείται σε άλλες κοινωνίες .. — η χρήση του κυανού για την αναπαράσταση μινωικών πιθήκων μπορεί να εξηγηθεί ως αφαίρεση χρώματος στην κλίμακα του γκρι/πράσινου ... Με αυτόν τον τρόπο, οι Chlorocebus pygerythrus και οι μπαμπουίνοι αντιπροσωπεύουν ιδανικά μοντέλα διαβιώσεως για μια εικονογραφική και χρωματική υπόθεση στην οποία το γκρι/πράσινο αντιπροσωπεύεται από το κυανούν. Στην πραγματικότητα, το κυανούν χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους Μινωίτες για να αναπαραστήσει μεταλλικές επιφάνειες που ομοιάζουν με γκρι .., όπως τα λέπια ψαριών ... Επιπλέον, το κυανούν χρώμα χρησιμοποιήθηκε ευρέως και συμβολικά από τους Αιγύπτιους σε θεϊκά πλαίσια ... Οι Μινωίτες μπορεί να το έχουν δανειστεί για να αναπαραστήσουν εξωτικά ζώα, όπως οι πίθηκοι... 

ΒΟΥΚΡΑΝΙΟ, ΔΙΠΛΟΥΣ ΠΕΛΕΚΥΣ & ΚΡΗΤΗ

Έχει, ενδεχομένως, ιδιαίτερη σημασία να αναφερθεί ότι στην νεολιθική Κνωσσό παρέχονται ενδείξεις για την ιδιαιτερότητα της θέσεως του ταύρου στην συνείδηση της κοινότητας, όπως φαίνεται να υπονοεί η ανεύρεση σειράς ειδωλίων αυτού του ρωμαλέου βοοειδούς.[10_36] Πρόκειται για πήλινα ομοιώματα κεφαλής ή και ολόκληρου του ταύρου από τα στρώματα Ι, ΙΙ, III και ΙV, ήτοι από την ΠΝ το ενωρίτερο και μετά (αρ. καταλόγου: 59/91, 59/133, 60/216, 60/329, 58/89, 58/85). Επιπρόσθετα στην Νεολιθική Κνωσσό αλλά και στο Σέσκλο έχουν ευρεθεί παραστάσεις συμβόλων που ταυτοποιήθηκαν ως κέρατα καθοσιώσεως, σε συμφωνία με ανάλογα ευρήματα στον πολιτιστικό κύκλο Vinĉa.[90]

Γλυπτές παραστάσεις ταύρου της ΠΝ από την Κνωσσό της 6/5ης χιλιετίας π.Χ.

Γιά την χρονολόγηση των στρωμάτων βλ. Tomkins, P. 2007. "Neolithic: Strata IX–VII, VII–VIB, VIA–V, IV, IIIB, IIIA, IIB, IIA and IC Groups," pp. 9-48, 1-2

Το μοτίβο του διπλού, ή και αρκετές φορές δίστομου διπλού, πελέκεως εντοπίζεται ήδη από την Νεολιθική Εποχή τόσο στην Κρήτη όσο και σε σπήλαια στην Γαλλία, με γνωστότερο το σπήλαιο Λασκώ όπως και σε τοιχογραφίες που ήρθαν στο φως στη θέση Catalhöyuk, ... Μια από τις πρώτες ανατρεπτικές προτάσεις που υπάρχουν για την απεικόνιση του διπλού πελέκεως ανήκει στην Marija Gimbutas, η οποία στην θέση αυτού βλέπει την Θεά – Πεταλούδα , καθώς θεωρεί πως αρχικά ήταν μια κλεψυδόμορφη απόδοση της Θεάς του θανάτου και της αναγέννησης αλλά στο πέρασμα των χρόνων σχηματοποιήθηκε και τυποποιήθηκε. Ωστόσο, κατά την Gimburtas, υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις που υπενθυμίζουν την αρχική μορφή μιας Θεάς που υπήρξε και γυναίκα και διπλός πέλεκυς.[100]
Κύπελλο με διακόσμηση διπλών πελέκεων, λευκού ρυθμού, 2.300 π.Χ., Μόχλος

Η προέλευση του Μινωικού συμβόλου του Διπλού Πέλεκυ θα μπορούσε να είναι ένας συνδυασμός του παρόμοιου Πρωτο-Ελαμικού μοτίβου, όπως ισχυρίζεται ο Hood, με το Αιγυπτιακό X - τα πέντε αστέρια με τον Σώθι στο κέντρο, που σηματοδοτούν την πορεία του έτους τόσο στα πολιτικά όσο και στα Σωθιακά ημερολόγια στην Αίγυπτο. Αν και ο Έβανς πρώτος εικάζει ότι ο Διπλός Πέλεκυς συμβολίζει τον Κρητικό Δία και τη λατρεία του, που σχετίζεται με ταύρο, τον αποδίδει τελικά στη Μεγάλη Θεά του γιατί απεικονίζεται με συνέπεια είτε σε στενή σχέση με αυτόν, είτε κρατώντας τον. Διερευνώ την αστρική καταγωγή του συμβόλου του “διπλού πέλεκυ» και κάνω εικασίες ως προς το πως έγινε ένα τόσο σημαντικό χαρακτηριστικό μίας χθόνιας Μινωικής θεότητας που ίσως ονομάζεται Ashera. Τα χαρακτηριστικά της θεότητας αυτής που σχετίζονται με τη λατρεία της Αθώρ και της Ίσιδας, κατά τις κρητικές ανακτορικές περιόδους αντικατοπτρίζονται στη συγχώνευση των ιερών τους στοιχείων με το Μινωικό Διπλό Πέλεκυ. Υποψιάζομαι ότι αυτή είναι η αρχική μινωική Δήμητρα την οποία οι Έλληνες συνδέουν αργότερα με την Αγυπτιακή Ίσιδα. Ως εκ τούτου, παίζει σημαντικό ρόλο στις Μινωικές ιεροτελεστίες “ανανεώσεως” που ομοιάζουν πολύ με αυτές της Ίσιδας - Όσιρι και αποτελούν την βάση για τα Ελευσίνια μυστήρια.[120] 

Βουκράνιο από την Ορθόπετρα

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΩΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗ[130] 

Ο δράκος είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα προϊόντα της ανθρώπινης φαντασίας. Οι εικόνες αυτού του μυθολογικού πλάσματος χρονολογούνται από την προϊστορική εποχή, όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα στον ανασκαφικό χώρο Göbekli Tepe στην Ανατολία.
Ο δράκος ήταν διαδεδομένος σε όλους τους σημαντικότερους αρχαίους πολιτισμούς του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των πολιτισμών της Μεσοποταμίας, της Ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσιας, της Κίνας, της Αιγύπτου, της προκολομβιανής και της Αυστραλίας. συνοψίζονται διεξοδικά από τον Robert Blust στο άρθρο του The Origin of Dragons. Ο Blust αποδεικνύει με επιτυχία ότι οι ομοιότητες μεταξύ των μύθων των δράκων παγκοσμίως είναι μεγαλύτερες από τις διαφορές τους, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι μοιράζονται μια κοινή εννοιολογική βάση, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία όπως η αναπνοή της φωτιάς και το ανδρόγυνο. Αυτή η κοινή βάση είχε ίσως τις ρίζες της στην υποσυνείδητη μνήμη ενός τεράστιου ερπετοειδούς κινδύνου – αυτό που ο David E. Jones προσδιορίζει ως τη βασική εγκεφαλική αντίδραση του homo sapiens στα ερπετά και τα σχετικά σύμβολα της αναπνοής της φωτιάς και του ανδρόγυνου, τα οποία αποκαλεί «εγκεφαλικό δράκο».3 Ωστόσο, η έρευνα του Blust επικεντρώθηκε κυρίως στους προκολομβιανούς μύθους, χωρίς σχεδόν καμία ενασχόληση - έρευνα των Δυτικών, ελληνορωμαϊκών μύθων.4 Προτείνω την άποψη ότι η εικονογραφία του δράκου και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μπορεί να έχουν προκύψει χωριστά αλλά ταυτόχρονα σε μεγάλους αρχαίους πολιτισμούς σε σχέση με τη μεταφορά της ανθρώπινης ζωής5 – ή, εναλλακτικά, ότι αυτός ο μύθος μπορεί να είναι παλαιότερος από τις πρώιμες μεταναστεύσεις. Ωστόσο, δεν υπάρχει οριστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα...

ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Τα συμπεράσματα της Crowley φαίνονται, κατά τα ανωτέρω, μάλλον αβασάνιστα ενώ δεν βοηθά και η από μέρους της μείωση του χρονικού εύρους του Μινωικού πολιτισμού τον οποίον εμφανίζει αρχόμενον από το 3000 ενώ πλέον η αρχή του τοποθετείται ήδη μισή χιλιετία παλαιότερα! Αναφορικά με τα πραγματικά ζώα εκ των υπέροχων πέντε, σημειώνουμε ότι όπως φαίνεται η παρουσία των πιθηκοειδών και των λεόντων στον Ελλαδικό χώρο κατά την Εποχή του Χαλκού κάθε άλλο παρά αποκλείεται! Η υιοθέτηση του δράκου αποτελεί άλλωστε και κατά γενικήν ομολογίαν σύλληψη παρούσα κατ' εξοχήν στον Ινδο - ευρωπαϊκό κόσμο, όπου δεν ανήκε η Αίγυπτος ούτε η Μεσοποταμία, ενώ αυτή απαντάται στο σύνολον σχεδόν του κόσμου μέσα στους πιό διαφορετικούς πολιτισμούς.

Σημειώνεται σχετικώς ότι έχει υποστηριχθεί η προϊστορική προέλευση και η ευρύτερη αιγαιοπελαγίτικη καταγωγή της Γοργούς – Μέδουσας – κεφαλής της Γοργούς (γοργόνειον - αποκρουστική εικόνα), ενώ και ο χαρακτήρας του τερατώδους Πολυφήμου συσχετίζεται από ωρισμένους μελετητές με πανάρχαια σχήματα όπως ο Δεσπότης των ζώων![140]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]. Crowley 2021.
[2]. Κονιδάρης 2022b, σελ. 150-151, nn. 10_99 - 10_101. Αναφορικά με την θεωρούμενη ανυπαρξία του είδους των πιθηκοειδών στην προϊστορική Κρήτη και το Αιγαίο γενικώτερα, σημειώνουμε ότι έχουν εκφρασθεί αποκλίνουσες απόψεις. Επί παραδείγματι αναφέρεται η ύπαρξη στην Θήρα απολιθωμένης κεφαλής πιθήκου, ενώ και ο Άτλας των χερσαίων θηλαστικών των νήσων Ιονίου και Αιγαίου εκφράζεται υπέρ της διαχύσεως πιθηκοειδών στην Μεσόγειο κατά την αρχαιότητα.
[3]. Όπως φαίνεται όμως λέοντες υπήρχαν στον Ελλαδικό χώρο κατά την Εποχή του Χαλκού, βλ. Zimmer 2022. Όμως ήδη οι αρχαιοζωολόγοι βρήκαν λείψανα του Panthera leo σε τριάντα οκτώ θέσεις στην Ελλάδα και την ΝΑ Ευρώπη, αποδεικνύοντας ο λέων με την μεγάλη χαίτη περιπλανιόταν ελεύθερα κατά τη Χαλκολιθική και την Εποχή του Χαλκού και ακόμη και στην Αρχαϊκή περίοδο στην Ελλάδα και την χερσόνησο του Αίμου (Thomas 2014).
[4]. DiBattista 2023. Ο όρος 'etic' αποδίδεται εδώ ως 'εξωτερικός' ως προς το εξεταζόμενο.
[5]. Crowley 2024, p. 373.
[6]. Για την εμφάνιση του θέματος σε τάφο της ΜΜ ΙΙ περιόδου βλ. Γλαράκη και Σοφιανός 2022. Για το ίδιο θέμα στην νεολθική Κρήτη και στην Ορθόπετρα βλ. κατωτέρω!
[7]. Κονιδάρης 2022a.
[8]. Κονιδάρης 2022a.
[14_169]. Evans 1930, pp. 418-419, fig. 283; Zouzoula 2007, pp. 99-100; Zouzoula 2007, p. 86 (vol. II)
nr. 337.
[14_170]. Watrous 1994, p. 698.
[14_170a1]. Rhyne 1970, p. 89, fig. 53; Zouzoula 1970, p. 85 (vol. II), nr 333, fig. 19a.
[14_170a2]. Tzavella-Evjen 1970, p. 65, n. 25; Bossert 1937, p. 161, fig. 282 a, b, c, d. 
[14_171]. Cline 1991, pp. 133-134.
[14_172]. Evans 1930, pp. 418-419, fig. 284; Younger 1995a, pl. LVII f. Παρόμοιες παραστάσεις προσώπων παρουσιάζονται από τον Younger (Younger 1995a, pl. LVII: d, e, g, f.).
[14_173]. Evans 1930, p. 419.
[14_174]. Το διπλό σκήπτρο υπό την μορφή αντικρυστών όφεων μπορεί να θεωρηθεί επίσης ως σύμβολο της δυαδικότητος καθώς επίσης των κεράτων καθοσιώσεως και της ημισελήνου, με τα οποία σχηματικώς ομοιάζει.
[14_175]. Robinson 2009; Younger 1997, pp. 380-381.
[9]. Κονιδάρης 2021a.
[10_36]. Evans et al. 1964, fig. 60: 18, 20, 21, 22, 26. 
[90]. Κονιδάρης 2022b, n. 10_36; Milićević Bradač 2005, p. 194, figs. 29, 30, 31.
[100]. Σκάρπα 2019.
[120]. MacGillivray 2012.
[130]. Sharon Khalifa-Gueta 2023, pp. 24-25.
[140]. Κονιδάρης 2021b; Κονιδάρης, Δ. Ν. 2022c.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

https://www.jstor.org/stable/j.ctv2114g9x.18
Crowley, J. L. 2021. "The Fabulous Five: Monkey, Lion, Griffin, Dragon, Genius," in Zoia. Animal-Human Interactions in the Aegean Middle and Late Bronze Age: Proceedings of the 18th International Aegean Conference (Aegaeum 45), ed. R. Laffineur, T. G. Palaima, Leuven / Liege, pp. 199-213.

https://www.sapiens.org/archaeology/lions-europe/
Zimmer, K. 2022. "The Last Wild Lions of Europe: Mounting archaeological evidence is revealing that modern lions may have roamed free in Southeastern Europe—overturning long-held assumptions about art and mythology in the process," Sapiens, <https://www.sapiens.org/archaeology/lions-europe/> (1 April 2024).

https://bmcr.brynmawr.edu/2023/2023.02.15/
DiBattista, A. 2023. Rev. of R. Laffineur, T. G. Palaima, Zoia: animal-human interactions in the Aegean Middle and Late Bronze Age, in BMCR, <https://bmcr.brynmawr.edu/2023/2023.02.15/>.

https://books.ub.uni-heidelberg.de/propylaeum/catalog/book/1342?fbclid=IwAR2mUSwCJ3BjBQI9raqfs8qtgZ2I-phVv2BjTWgOpyERVJ_SzpAuG_IoR30_aem_AZ6EOWlOIARe426WaFyasZyXc0vTCJF5jNDgudt7lif3RCY-nW4u9pmd4pdT2ocT8M_UiMq97Tr8opsykTtxRlP7
Crowley, J. L. 2024. ICON. Art and Meaning in Aegean Seal Images, Propylaeum.

https://eprints.nottingham.ac.uk/11787/?fbclid=IwAR2d8Zo0aHNn-pPBjF8CqPCLxzh8jq7A-yCPyKEURf5B6cnGUZkddSzbOSU_aem_AUHvN3owxuuikDHrS1ClBguBs7NPJLA3BYmG540T1BnEwT8BdVkLOjUYBaGoMV6p9rcLtUvBZtu1W4QSUyzhRK5p
Zouzoula, E. 2007. "The fantastic creatures of Bronze age Crete" (diss. Univ. of Nottingham).

https://www.academia.edu/50979078/Aegean_Animal_Style_The_Lion_Griffin_and_Sphinx_Dissertation_1970_Nancy_Ann_Rhyne?ri_id=158254&fbclid=IwAR2SGYhcPvaE0_ulD2orCHYSOgxlpWr0kTSWwZxsxXVMXcnBTrNQJ8zSol4_aem_AUFkjjpiowZP3axRR_zP82DKqOiu9UzPnv1VSeXM8U4Dxrn5KU8Ny6_uzSOWMfNHRyjgKu3XE4mjpMtHoX76oIFW
Rhyne, N. A. 1970. "The Aegean Animal Style: A Study of the Lion, Griffin and Sphinx" (diss. Univ. of North Carolina at Chapel Hill).

https://www.archetai.gr/images/pdfs/bae/BAE_68.pdf
Tzavella-Evjen, Χ. 1970. Τα πτερωτά όντα της προιστορικής Εποχής του Αιγαίου, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 68, Αθήναι. 

Κονιδάρης, Δ. Ν. 2022b. Ο πρώιμος Αιγυπτιακός πολιτισμός και οι αλληλεπιδράσεις με το Αιγαίο, Αθήνα.

Κονιδάρης, Δ. Ν. 2022a. Οι Χετταίοι και ο κόσμος του Αιγαίου, Αθήνα.

Κονιδάρης, Δ. Ν. 2021a. Ο πολιτισμός του Ινδού και το Αιγαίο: Ομοιότητες και συγγένειες, Αθήνα.

https://archive.org/details/bwb_KR-153-202/page/286/mode/2up?view=theater&q=illustration
Bossert, H. T. 1937. The Art of Ancient Crete, from the Earliest Times to the Iron Age, Zwemmer.

Xenaki - Sakellariou, A. 1958. Les cachets minoens de la Collection Giamalakis, Paris. 

https://www.academia.edu/94963329/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B7%CF%82_%CE%A0_%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CE%B7_%CE%A7_%CE%91%CE%BD%CE%B9%CF%87%CE%BD%CE%B5%CF%8D%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CF%80%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%AC%CE%BB%CF%86%CE%B1%CF%82_%CE%BC%CE%B5_%CE%B1%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%BC%CE%AE_%CE%AD%CE%BD%CE%B1_%CE%B8%CF%81%CE%B1%CF%8D%CF%83%CE%BC%CE%B1_%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82_%CE%B1%CF%80%CF%8C_%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%9A%CE%BD%CF%89%CF%83%CF%8C_Metioessa_AURA_Suppl_10_265_280?fbclid=IwAR3TiA0bPyYP14Yyk5Kdonlw25-IWFCtVqYcHlJeuxgs4M1Vm1IY6w3AtW4_aem_ASAoGb2N558Sj0ZqWZsncrde42czDewDZh7dKukLE8wIgL5cURynKp0eLVHfT4Hj8bdK7FBQlBfHF0-xtjDVtRul
Γλαράκη, Κ. και Γ. Σοφιανός. 2022. "Ή διπλή εμφάνιση του εικονογραφικού θέματος του βουκρανίου στον μινωικό θολωτό τάφο της Μυρσίνης Σητείας και η σημασία του," AURA (Supplement 10 Σειρα Μονογραφιών AURA 10), σελ. 2107-216.

https://www.researchgate.net/publication/338659742_A_new_look_at_the_Minoan_blue_monkeys
Urbani, B. and D. Youlatos. 2020. "A new look at the Minoan ‘blue’ monkeys," Antiquity 94 (374), pp. 1-5.

Evans, J. D., J. R. Cann, A. C. Renfrew, I. W. Cornwall and A. C. Western. 1964. "Excavations in the Neolithic Settlement of Knossos, 1957-60. Part I," The Annual of the British School at Athens 59, pp. 132-136, 137-240.

https://www.jstor.org/stable/40916595
Tomkins, P. 2007. "Neolithic: Strata IX–VII, VII–VIB, VIA–V, IV, IIIB, IIIA, IIB, IIA and IC Groups," British School at Athens Studies 14 (Knossos Pottery Handbook: Neolithic and Bronze Age (Minoan)), pp. 9-48, 1-2.

https://www.jstor.org/stable/27682525
Catling, H. W. 1961. Rev. of H.-G. Buchholziew, Zur Herkunft der kretischen Doppelaxt. Geschihcte und auswärtige Beziehungen eines minoischen Kultsymbols, in Gnomon 33 (3), pp. 233-237. 

https://www.academia.edu/39364964/%CE%9F_%CE%94%CE%B9%CF%80%CE%BB%CF%8C%CF%82_%CE%A0%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%BA%CF%85%CF%82_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%9C%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%9A%CF%81%CE%AE%CF%84%CE%B7
Σκάρπα, Α. 2019. "Ο Διπλός Πέλεκυς στην Μινωική Κρήτη" Σκάρπα Αφροδίτη | ΣΑ 22 | Aθήνα, 2019 

https://www.semanticscholar.org/reader/e86b20310fa9ec0d9a5ef01c28040c8ac102b570
Milićević Bradač, M. 2005. “The transfer of symbols and meanings: the case of the ‘horns of consecration’,” Documenta Praehistorica 32, pp. 187-196.

https://www.academia.edu/2143502/The_Minoan_Double_Axe_Goddess_and_Her_Astral_Realm
MacGillivray, J. A. 2012. The Minoan Double Axe Goddess and Her Astral Realm," in Athanasia. The Earthly, the Celestial and the Underworld in the Mediterranean from the Late Bronze and Early Iron Age, ed. N. Ch. Stampolidis, A. Kanta and A. Giannikouri, pp. 115-127. 

Sharon Khalifa-Gueta. 2023. The Woman and the Dragon in Premodern Art, Amsterdam University Press.

https://www.jstor.org/stable/40465957
Blust, R. 2000. "The Origin of Dragons," Anthropos 95 (2), pp. 519-536.

Κονιδάρης, Δ. Ν. 2021b. "ΟΔΥΣΣΕΥΣ & ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ ή ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΩΣ ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ..," Αναζήτηση, <https://dnkonidaris.blogspot.com/2021/11/odysseus-polyphemos.html> (7 Apr. 2024).

Κονιδάρης, Δ. Ν. 2022c. "ΓΟΡΓΩ - ΜΕΔΟΥΣΑ: ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑΚΗΣ Ή ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ;," Αναζήτηση, <https://dnkonidaris.blogspot.com/2022/03/origin-of-gorgo-medusa.html> (7 Apr. 2024).

https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S1040618218302568?via%3Dihub&fbclid=IwZXh0bgNhZW0CMTAAAR3lrBlUNmAeT12EplQof8eylHJ8R8UAJ-WHz49T1oTgDJOt6JxFDdviPLc_aem_AYhjN9Elg2TEYxqX9GIrGsZrmvuSullJMzubNbGfIHNRF_64fXmu9SFjrgP7k0HJQCi_dbW2i41NDke_Inr4vURu
Panagopoulou, E., V. Tourloukis, N. Thompson, G. Konidaris, A. Athanassiou, D. Giusti, G. Tsartsidou, P. Karkanas, K. Harvati. 2018. "The Lower Palaeolithic site of Marathousa 1, Megalopolis, Greece: Overview of the evidence," Quaternary International 497, pp. 33-46.

https://www.academia.edu/13115660/A_Lions_Eye_View_of_the_Greek_Bronze_Age
Thomas, N. R. 2014. "A Lion's Eye View of the Greek Bronze Age," in Physis (Aegaeum 37), ed. Touchais, R. Laffineur et F. Rougemont, Leuven / Liege, pp. 375-390.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου