Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΝΑΝΤΑ ΚΑΠΟΤΕ ΤΗΝ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ..
Η αρχαιολογική επιστήμη, όπως και οι άλλες των ανθρωπιστικών σπουδών ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται μερικές φορές από προκατάληψη και μονομέρεια. Αυτό είναι, μέχρις ενός σημείου, αναπόφευκτο δεδομένου ότι η έρευνά της πραγματοποιείται και ερμηνεύει τον κοινωνικό χώρο του παρελθόντος, δρώσα η ίδια σε περιβάλλον όπου ανθούν πολυποίκιλες επιρροές, προκαταλήψεις και συμφέροντα. Αν και πλείστοι ερευνητές έχουν την διάθεση να αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους διαστρεβλωτικούς παράγοντες, αυτό φαίνεται ότι δεν επιτυγχάνεται πάντα στον επιθυμητό βαθμό. Η κατάσταση εμφανίζεται χειρότερη σε κάποιες χώρες όπου η αρχαιολογία καλείται να παίξει τον ρόλο της πολιτικής, κτίζοντας ή ενισχύοντας την εθνική ταυτότητα με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα.
Η Τουρκική αρχαιολογία αποτελεί, ιδιαίτερα στην εποχή μας, ένα από τα πιο μελανά παραδείγματα όπου η προκατάληψη είναι κατευθυνόμενη.[0] Η Yener, επί παραδείγματι στο Excavations in Hittite Heartlands, εμφανίζεται να υποστηρίζει την μονόδρομη διάχυση επιδράσεων στα πολιτιστικά σχήματα του Αιγαίου από μέρους της Ανατολίας.[1] Συγκεκριμένα σε αυτήν την οπτική εντάσσει
(α) την κατά την άποψή της προπορεία της Ανατολίας επί της Κρήτης αναφορικά με το θέμα του ταύρου και των ταυροκαθαψίων (Hüseyindede),
(β) το γεγονός ότι σφραγίδες του Karahöyük με σπειροειδή διακόσμηση ομοιάζουν με Αιγαιακές, και
(γ) την από μέρους της Κρήτης εισαγωγή οψιδιανού της κεντρικής Ανατολίας.
Χρειάζεται να σημειώσουμε εδώ ότι η Ανατολία αντιμετωπίζεται εδώ ως αδιαίρετη ενότητα, γεγονός το οποίο αντιστοιχεί στην γεωγραφική πραγματικότητα αλλά όχι στην πολιτιστική, η οποία όπως έχει ήδη σημειωθεί εμφανίζει διχοτομία, κατά την οποία, μάλιστα η δυτική - τουλάχιστον - Ανατολία παρουσιάζεται ανήκουσα στην αυτή ενότητα μαζύ με το Αιγαίο. Παρατηρούμε δηλαδή ότι με το πρόσχημα της γεωγραφικής ενότητας ασκείται μια πολιτική τεχνητής πολιτιστικής ενοποιήσεως της Ανατολίας, κατά τον ίδιο αλλά αντίστροφο τρόπο, που ο Αιγαιακός κόσμος αντιμετωπίζεται διασπασμένος!
Δεν θα πρέπει λοιπόν να προκαλεί έκπληξη ότι ο Ελλαδικός χώρος αντιμετωπίζεται, όχι μόνον από την Yener, ως διασπασμένος και συνιστάμενος τουλάχιστον από πολλά μέρη. Η Κρήτη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για την διάθεση διαφοροποιήσεώς της και αποχωρισμού από το Ελλαδικό σώμα. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός θεωρείται ότι εμφανίσθηκε αιφνιδίως στον Ελλαδικό χώρο, χαρακτηρίζεται δε ως διάφορος του Μινωικού, παρόλον ότι η διάκριση μεταξύ τους από ένα σημείο και μετά καθίσταται ασαφής, όπως άλλωστε επισημαίνουν πλείστοι διαπρεπείς αρχαιολόγοι. Την συνάφεια μεταξύ τους άλλωστε επιβεβαιώνουν πολλά τεκμήρια: η ομαλή διαδοχή Μινωικού και Μυκηναϊκού στρώματος χωρίς διακοπές, ακόμη δε και συχνά χωρίς ίχνη βίας (Μυκηναϊκή επικράτηση στην Κρήτη, Μίλητος κ.α,.)
Άλλο σχετικό παράδειγμα συνιστά η Τροία η οποία παρουσιάζεται ως τμήμα της Ανατολίας, ενώ ανήκει στην τελευταία μόνον γεωγραφικά, συσχετίζεται δε πολιτιστικά κυρίως με νήσους του βορείου Αιγαίου. Η διάθεση της Τουρκικής πολιτικής να οικειοποιηθεί αρχαιολογικά και, εν συνεχεία, πολιτικά την Τροία έχει εκφρασθεί σε διεθνές επίπεδο μέσω εκθέσεων,[2] έχει δε γίνει αντικείμενο σχολιασμού ακόμη και από τον Μαρωνίτη κ.α.[3] Ανάλογη είναι η οπτική και του Muhly, παλαιότερα διευθυντού της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (ASCSA), και διά γυμνού οφθαλμού ορατή η από μέρους του χονδροειδής, ανιστόρητη και στα όρια της χυδαιότητος διάθεση υποτιμήσεως των Ελλήνων. Πράγματι ο ανωτέρω για τους οποίους εκτιμά ότι οι Έλληνες δεν έδειξαν ενδιαφέρον για το εσωτερικό της Ανατολίας παρά μόνον αρκετό καιρό μετά την εξαφάνιση των Χετταίων από το ιστορικό προσκήνιο, ενώ κατακρίνει τον μελετητή Forrer για την άποψη την οποία υπεστήριξε ταυτοποιώντας τους ‘Ahhiyawa’ τών Χεττιτικών αρχείων με τους Μηκηναίους, χαρακτηρίζοντας την άποψή του ‘ψευδαίσθηση’. Βεβαίως η τελευταία άποψη αποτελή ήδη γενικό τόπο της διεθνούς αρχαιολογίας, οι δε επαφές / σχέσεις μεταξύ Ελλαδιτών και Χετταίων θεωρείται επίσης πέραν πάσης αμφισβητήσεως. Από τον ίδιον, άλλωστε, δεν λείπουν και άλλες χονδροειδείς αναφορές υπονοούσες ότι πλείστοι σημαίνοντες Έλληνες της κλασικής περιόδου κατήγοντο από την Μικρά Ασία, σαν αυτή η περιοχή να ήταν λιγώτερο Ελλάδα, τουλάχιστον η παράλια χερσόνησος!! Η τελευταία αυτή ‘άποψη’ του Muhly απλώς προετοίμασε το έδαφος ώστε η σύγχρονη ισλαμο – φονταμελιστική Τουρκία να αποκαλεί Ομέρ τον θείο Όμηρο, χρησιμοποιώντας για αυτόν δημοφιλές όνομα της σύχρονης γείτονος χώρας![4]
Σύντομα και επιγραμματικά μόνον αναφέρουμε την διακριτή αντιμετώπιση τμημάτων του Ελλαδικού χώρου όπως η Μακεδονία, η Θράκη, η Β. Ήπειρος, η Κύπρος κ.ά περιοχές που από χιλιετίες είχαν την ίδια η παρόμοια πολιτιστική ταυτότητα με αυτήν του υπόλοιπου Ελλαδικού χώρου με τον οποίον συνδιαλέγονταν στενά.
Αναφορικά με το θέμα του οψιανού του προερχόμενου από το Ανατολικό Göllü Dağ ο οποίος ανευρέθη στην απόθεση θεμελιώσεως της αίθουσας των Λεκανών του ανακτόρου της Κνωσσού (της MM Ia περιόδου ή παλαιότερο),[5] στο οικοδομικό συγκρότημα Μύ των Μαλίων, πιθανώς δε και σε θολωτό τάφο του Πλατάνου, αυτός αποτελεί τεκμήριο επαφών των Μινωιτών με την ενδοχώρα της Ανατολίας. Παράλληλα το ιδιαίτερο χρώμα και η διαφάνεια του Μικρασιατικού ορυκτού φαίνεται ότι συνετέλεσαν ώστε στην Κρήτη να θεωρηθεί εξωτικό υλικό κύρους, και να υιοθετηθεί πιθανώς ως βασιλικό δώρο ανταλλασσόμενο μεταξύ των ηγετών των πόλεων κρατών της Ανατολίας και της Κρήτης.6 Πρίν κλείσουμε την σχετική αναφορά μας σημειώνουμε ότι από την Νεολιθική ο οψιανός της Μήλου διετίθετο τουλάχιστον στην Δυτική Ανατολία, αναδεικνύοντας και εδώ την υπάρχουσα διχοτομία της Μικρασίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ακάνθου Κύπρου υπήρξε αποδέκτης οψιανού από την Κεντρική Ανατολία από την αυτή πρώϊμη εποχή, μάλιστα λειτούργησε ως διαμετακομιστικός κόμβος εισαγωγής στην Κύπρο και εν συνεχεία διανομής του πολύτιμου ορυκτού, με όλα τα οφέλη αυτής της λειτουργίας. Αργότερα δε η Μίλητος Ι, τυπικός οικισμός του συμπλέγματος ‘Ανατολικού Αιγαίου – Δυτικής Ανατολίας’, υπήρξε με την σειρά της διανομέας του οψιανού της Μήλου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
0. Ο Özdogan (Özdogan 1998) αναφέρει χαρακτηριστικά: Ένα από τα επιχειρήματά τους βασίζεται στο γεγονός ότι στις χώρες των Βαλκανίων η οθωμανική πολιτιστική κληρονομιά είχε καταστραφεί συστηματικά και ότι το να ζητήσουμε άδεια για την ανασκαφή τοποθεσιών της Οθωμανικής περιόδου στις περισσότερες από αυτές τις χώρες (για παράδειγμα, η Ελλάδα) θα ήταν αδιανόητο.
1. Yener 2002.
2. Κοτσώνας 2013.
3. Μαρωνίτης, Πόλκας και Τουλούμης 2020.
4. Κοτσώνας 2013, σελ. 30.
5. Κονιδάρης 2020, σημ. 1121.
6. Κονιδάρης 2020, σημ. 1127.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κονιδάρης, Δ. Ν. 2020. Οι Χετταίοι και ο κόσμος του Αιγαίου, 2η έκδ., Αθήνα.
Μαρωνίτης, Δ. Ν., Λ. Πόλκας, Κ. Τουλούμης. Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Δ3.2. Η ‘εύπυργος΄’ Τροία. < http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/encyclopedia/epic/page_066.html> (22 Φεβρουαρίου 2020).
Κοτσώνας, Α. 2013. “Όμηρος αλά Τούρκα ή ‘ο καθένας έχει τον Όμηρο που του αξίζει’,” The Athens Review of Books 38 (Μάρτιος 2013).
Yener, K. A. 2002. “Excavations in Hittite Heartlands: Recent Investigations in Late Bronze Age Anatolia,” in Recent Developments in Hittite Archaeology and History: Papers in Memory of Hans Gustav Güterbock, ed. K. A. Yener, and H. A. Hoffner, Indiana, pp. 1-7.
Özdogan, M. 1998. "Ideology and archaeology in Turkey," in Archaeology under fire. Nationalism, politics and heritage in the Eastern Mediterranean and Middle East, ed. L. Meskell, London: pp. 111-24. Routledge.
https://www.academia.edu/2905441/Rezension_Frank_Kolb._2010._Tatort_Troia_2008_2011_
Jablonka, P. 2008 [2011]. Rev. of F. Kolb, Tatort "Troia". Geschichte, Mythen, Politik, in Jahresschrift für mitteldeutsche Vorgeschichte 92, ppp. 527-555.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου