Κάνθαροι ή σκαραβαίοι στην Αίγυπτο και την Μινωική Κρήτη
Στο σπήλαιο του Αγίου Χαραλάμπου ευρέθη γυναικείο ειδώλιο από ηφαιστειογενή λίθο, με το χονδροειδές σχήμα πρώιμου σκαραβαίου. Στο σημαντικό εύρημα, το οποίο χρονολογήθηκε στην Πρωτο - Μινωική ΙΙ-ΙΙΙ περίοδο, αποδόθηκε το όνομα ‘η Πράσινη Θεά’, από δε τους ειδικούς θεωρήθηκε ότι ενσωματώνει χαρακτηριστικά του Κυκλαδικού ειδωλίου με διπλωμένους βραχίονες αλλά και στοιχεία από την Αιγυπτιακή παράδοση.[10_119] Το ειδώλιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό διότι έχει σχήμα σκαραβαίου ή, καλλίτερα κανθάρου, χρονολογικά δε τοποθετείται πολύ πλησίον προς τα αρχαιότερα Αιγυπτιακά.
Ειδώλιο - κάνθαρος ' |
Το όνομά του δείχνει να παραπέμπει στο ομώνυμο αγγείο οίνου το συνδεόμενο με τον Διόνυσο καθώς και στην ιερά μέθη ή μανία.[10_120] Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Διόνυσος θεωρείται ομόλογος του Οσίριος, ο οποίος εισήγαγε τον οίνο στην Αίγυπτο, ενώ συσχετίζεται και με την γονιμότητα και την αναγέννηση, όπως άλλωστε και ο Αιγυπτιακός σκαραβαίος. Η συσχέτιση ενισχύεται από το γεγονός ότι στα ιερά κορυφής της Μινωικής Κρήτης οι χωρικοί αφιέρωναν αναθήματα κερασφόρων κανθάρων από πηλό, στα πλαίσια γονιμικής λατρείας.[10_121] Οι σκαραβαίοι εμφανίσθηκαν στην Αίγυπτο κατά τα τέλη του Παλαιού Βασιλείου (2686-2160 π.Χ.),[10_122] σύμφωνα δε με την επικρατούσα άποψη εισήχθησαν στην Κρήτη από την Πρώτη Ενδιάμεση Περίοδο (2160-2055 π.Χ.), όπου αφομοιώθηκαν εντασσόμενοι στο νέο περιβάλλον.[10_123] Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι μία σειρά κανθάρων έχουν ανασκαφεί στην Κρήτη, χρονολογούμενοι ασαφώς, με βάση αισθητικά κριτήρια, εντός χρονολογικού εύρους με κάτω όριο την ΠΜ Ι (3500-2900 π.Χ.),[10_124] ΠΜ ΙΙ (2900-2300/2150)[10_125] ή ΠΜ ΙΙΙ (2300-2100 π.Χ.) περίοδο,[10_126] ενώ ο Evans θεωρεί ότι το σύμβολό τους είχε ενταχθεί στην Κρητική γραφή.[10_127]
Κάνθαρος CMS VI 142 από το Ψυχρό (αισθητική χρονολόγηση κατά την ΜΜ ΙΙ)
Μια άλλη άποψη του συμβολικού φορτίου του Αιγυπτιακού κανθάρου τον συσχετίζει με τον ήλιο και τον ηλιακό κύκλο, αυτός δε ο χαρακτήρας φαίνεται κοινός και στην Μινωική Κρήτη, όπως καταδεικνύει κάνθαρος από το Δικταίον Άντρο. Πρόκειται για τον κάνθαρο CMS VI 142 από αμέθυστο, θεωρούμενον ως εισαγωγή από την Αίγυπτο της XII δυναστείας, χαραχθέντα όμως επιτοπίως στην Κρήτη με σύμβολα Γραμμικής Α’, μεταξύ των οποίων ο ήλιος κατέχει την κεντρική θέση.[10_128]
Μινωικοί κερασφόροι κεραμεικοί κάνθαροι, αναθήματα ιερών κορυφής
Στο σημείο αυτό σημειώνουμε τον προβληματισμό σύμφωνα με τον οποίο στην Αίγυπτο, πρίν το Μέσο Βασίλειο, ετιμάτο άλλος τύπος ηλιακού κανθάρου, συσχετιζόμενος με την ηλιακή θεά Neith.[10_129] Στα πλαίσια αυτών των απόψεων το σύμβολο της Neith θεωρείται ότι αρχικώς παρίστανε κάνθαρο της οικογενείας Elateridae, αργότερα δε το σύμβολο ερμηνεύθηκε ως συνιστώμενο από δύο διασταυρούμενα βέλη επί οκτώσχημης ασπίδας.[10_130] Εν συνεχεία, όταν η Hathor υποκατέστησε την Neith ως προς τις σχετικές ιδιότητες και τίτλους της, με την λατρεία της συνεδέθη ο λεγόμενος ιερός κάνθαρος, Scarabaeus sacra, ο οποίος διετηρήθη ως ιερό σύμβολο επί χιλιετίες.
Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες παρατηρήσεις εν σχέσει με την γεννεαλογία του κανθάρου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι και με βάση το συγκεκριμένο στοιχείο προκύπτει η παράλληλη ανάπτυξη των πολιτισμών Αιγύπτου – Κρήτης και η συνεχής ανταλλαγή θεμάτων, προτύπων και συλλήψεων.
Ο οστέινος κάνθαρος CMS II.1 201 προέρχεται από τον θόλο ΙΙ του Λεβήνος (Ιερόκαμπος) ο οποίος ευρίσκετο εν χρήσει κατά την μακρά περίοδο ΠΜ Ι-ΜΜ Ιa (παλαιότερη του 1900 π.Χ.), η δε χρονολόγησή του με βάσει αισθητικά κριτήρια τον συνδέει με την ΧΙ δυναστεία (2130-1991 π.Χ.). Ο συγκεκριμένος κάνθαρος έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται Αιγυπτιακός, όμως ο Woudhuizen παρέχει σοβαρή επιχειρηματολογία υπέρ της συσχετίσεώς του με τους Αιγαίους, τους κατοικούντες την Μεγάλη Πράσινη Θάλασσα. Πράγματι η επιγραφή του από τον Woodhuizen έχει αναγνωρισθεί ως 'Αιγυπτιακή ιερογλυφική αλλά σε Κρητικό ύφος', έχει δε αναγνωσθεί ως:
wAd-wr
ήτοι περιλαμβάνει τον γεωγραφικό προσδιορισμό ‘Μεγάλη Πράσινη Θάλασσα’, τίτλος ο οποίος εκτιμάται ότι αναφέρεται στην Κρήτη, πατρίδα του ιδιοκτήτη (Van Binsbergen and Woudhuizen 2011, p. 328). Παρόμοια σφραγίδα έχει ανασκαφεί στο Qaw (Ανταιόπολη των Ελλήνων) της Αιγύπτου χρονολογηθείσα στην δεύτερη ενδιάμεση περίοδο ή περίοδο των Hyksos / Amu (περίπου 1650 - 1550 π.Χ. ;).[10_195]
Κάνθαρος CMS II.1 95 από τον θόλο Α’ της Αγίας Τριάδος (πλαίσιο ΠΜ Ι-ΙΙ, ΜΜ Ι-ΙΙ)
Ο κάνθαρος CMS II.1 095 από τον θόλο Α’ της Αγίας Τριάδος ευρέθη σε πλαίσιο ΠΜ Ι-ΙΙ, ΜΜ Ι-ΙΙ ενώ η αισθητική χρονολόγηση τον συνδέει με την ΧΙ-XII δυναστεία (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου), ή από την ΙΧ δυναστεία και μετά (κατά Woodhuizen, ήτοι νεώτερη του 2160 π.Χ.). Όμως o Woudhuizen παρέχει σοβαρή επιχειρηματολογία υπέρ της συσχετίσεως του τελευταίου αυτού κανθάρου με τους Αιγαίους (¡Awnbwt - Haunebu), βλ. Van Binsbergen and Woudhuizen (Van Binsbergen and Woudhuizen 2011, p. 328).
Κάνθαρος CMS II.1 180 από τον θόλο Α’ Λεβήνα (πλαίσιο ΠΜ ΙΙ - ΜΜ Ιa, XII δυναστείας, Αιγυπτιακός ;)
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Woudhuizen παραθέτει σοβαρή επιχειρηματολογία υπέρ της συσχετίσεως του κανθάρου CMS II.1 180 με τους Κρήτες, αφού αναγιγνώσκει σε αυτόν το όνομα Sennefer, 'γραμμένο σε μιά Κρητική μορφή Αιγυπτιακής ιερογλυφικής', βλ. Van Binsbergen and Woudhuizen (Van Binsbergen and Woudhuizen 2011, p. 328).
Η επιγραφή αυτής της σφραγίδας περιέχει δύο σημεία της Αιγυπτιακής ιερογλυφικής: αφ' ενός μεν το nfr, κατά Gardiner (1994) F 35, αφ' ετέρου δε το anx, κατά Gardiner S 34. Το τελευταίο αυτό εμφανίζεται σε ορθή και ανάστροφη θέση στα δύο άκρα του nfr. Επίσης παρούσα είναι και η λεγόμενη 'C-σπείρα' τοποθετημένη αντιθετικά σε αμφότερες τις πλευρές του
Κατά συνέπειαν, ο συνδυασμός μεταξύ των σημείων 'nh διαβάζεται ως sa-nfr, και μάς δίδει το όνομα του ιδιοκτήτη της σφραγίδας, Sennefer.
Κατά συνέπειαν, ο συνδυασμός μεταξύ των σημείων 'nh διαβάζεται ως sa-nfr, και μάς δίδει το όνομα του ιδιοκτήτη της σφραγίδας, Sennefer.
Αιγυπτιακό Ιερογλυφικό Gardiner Sign F 35 |
Αιγυπτιακό Ιερογλυφικό Gardiner Sign S 34
Μινωικό Ιερογλυφικό σημείο υπ. αρ. 122 κατά Evans |
Είναι σημαντικό να προστεθεί εδώ ότι σε πινακίδα γραφής από το Νέο Βασίλειο, η οποία έχει ερμηνευθεί ως σχολική - εκπαιδευτική και περιέχει Κρητικά ονόματα, απαντάται το παραπάνω όνομα, μάλιστα σε γένος αρσενικό και θηλυκό. Στην ίδια πινακίδα απαντά το όνομα Akish το οποίο συσχετίζεται με το Αχαιός και τους Έλληνες! Όμως το όνομα φαίνεται ως Αιγυπτιακό, άλλωστε φέρεται και από αξιωματούχο της XVIII δυναστείας, θαμμένο στον τάφο ΤΤ96, στο γεγονός δε ο Κυριακίδης δίδει δύο πιθανές ερμηνείες: το όνομα μεταφράσθηκε στην Αιγυπτιακή με βάση την ερμηνεία του στην Μινωική, ή πρόκειται για Αιγυπτιακό το οποίο παρείχε παράδειγμα ομόηχο Κρητικού.[10_200]
Υπέρ της μη Αιγυπτιακής καταγωγής του σχολιαζόμενου εδώ κανθάρου έχει ταχθεί και ο I. E. S. Edwards, [10_202]. Ανάλογης αισθητικής σφραγίδες έχουν ευρεθεί επίσης στο Kahun, όπου η Ελλαδική παρουσία είναι επιβεβαιωμένη, χρονολογούμενες από την XII δυναστεία.[10_204] Η διακόσμηση με έλικες και σταγόνες θεωρείται εισαχθείσα από την Κρήτη.[10_206]
Κάνθαρος CMS II.1 283 από τον θόλο Β’ Πλατάνου (πλαίσιο ΠΜ ΙΙΙ - ΜΜ ΙΙ, ΧΙ/ΧΙΙ δυναστείας, Αιγυπτιακός ;)
Ο κάνθαρος CMS II.1 283 από τον θόλο Β του Πλατάνου ευρέθη σε πλαίσιο ΠΜ ΙΙΙ-ΜΜ ΙΙ ενώ η αισθητική χρονολόγηση τον συνδέει με την ΧΙ-ΧΙΙ δυναστεία (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, αρ. HMS 1075), όμως ο Ward τον τοποθετεί στην ΠΕΠ,[10-208] από δε τον Παναγιωτόπουλο θεωρείται Μινωικής κατασκευής.[10_210]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
10_119. Ferrence 2008, p. 573. Πρόκειται για το αντικείμενο HNM 11.845.
10_120. Cambefort 2013.
10_121. Watrous 1995, pp. 393-394, n. 7; Davaras 1988; Goodison 1985, p. 110. Βλ. για παράδειγμα το κεραμεικό ρυτό σχήματος κερασφόρου κανθάρου από τον ΜΜ Πρινιά (Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου, αρ. 6083). Για ανάλογο εύρημα στο ιερό Πετσοφά βλ. Myres (Myres 1903, pl. ΧΙΙΙ:63). Άλλα παρόμοια ευρήματα έχουν ανασκαφεί στο Πισκοκέφαλο, Τραόσταλο, Προφήτη Ηλία, Γιούκτα κλπ.
10_122. Naville, Peet and Loat 2014, pl. II:9. Πρόκειται για σκαραβαίο – φυλακτό της VI δυναστείας, ανασκαφέντα σε κοιμητήριο της Αβύδου. Το εύρημα τηρείται στο Βρεττανικό Μουσείο (ΒΜ 49336, <https://research.britishmuseum.org/research/collection_online/collection_object_details.aspx?objectId=157627&page=4&partId=1&searchText=ancient%20egypt>). Πάντως φυλακτά σχήματος σκαραβαίου επαντώνται στην Αίγυπτο ήδη από την Ι δυναστεία (Adderley 2012, n. 1).
10_123. Steel 2007, p. 461; Weingarten 2005, p. 760.
10_124. Ο κάνθαρος CMS II.1 201 από τον θόλο ΙΙ του Λεβήνος (Ιερόκαμπος) ευρέθη σε πλαίσιο ΠΜ Ι-ΜΜ Ιa ενώ η αισθητική χρονολόγηση τον συνδέει με την ΧΙ δυναστεία (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, αρ. HMS 1987). Ο κάνθαρος αυτός έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται Αιγυπτιακός, όμως ο Woudhuizen παρέχει σοβαρή επιχειρηματολογία υπέρ της συσχετίσεώς του με τους Αιγαίους, τους κατοικούντες την Μεγάλη Πράσινη Θάλασσα, βλ. Van Binsbergen and Woudhuizen (Van Binsbergen and Woudhuizen 2011, p. 328).
Ο κάνθαρος CMS II.1 1 από θόλο της Άσπρης Πέτρας ευρέθη σε πλαίσιο ΠΜ Ι-ΙΙ έως ΜΜ ενώ η αισθητική χρονολόγηση δίδει ΠΜ ΙΙΙ – ΜΜ Ιa (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, αρ. HMS 1227). Ο κάνθαρος CMS II.1 238 από θόλο του Μαραθοκέφαλου ευρέθη σε πλαίσιο ΠΜ Ι-ΜΜ Ιa/b, θεωρείται ως Αιγυπτιακός και η αισθητική χρονολόγηση τον αποδίδει στην ΧΙ δυναστεία (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, αρ. HMS 1217). Ο κάνθαρος CMS II.1 095 από τον θόλο Α’ της Αγίας Τριάδος ευρέθη σε πλαίσιο ΠΜ Ι-ΙΙ, ΜΜ Ι-ΙΙ ενώ η αισθητική χρονολόγηση τον συνδέει με την ΧΙ-XII δυναστεία (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου). Όμως o Woudhuizen παρέχει σοβαρή επιχειρηματολογία υπέρ της συσχετίσεως του τελευταίου αυτού κανθάρου με τους Αιγαίους (Haunebu), βλ. Van Binsbergen and Woudhuizen (Van Binsbergen and Woudhuizen 2011, p. 328).
10_125. Ο κάνθαρος CMS II.1 204 από τον θόλο ΙΙa του Λεβήνος (Ιερόκαμπος) ευρέθη σε πλαίσιο ΠΜ ΙΙ-ΜΜ Ι, θεωρείται Αιγυπτιακός και η αισθητική χρονολόγηση τον συνδέει με την ΧΙ δυναστεία. Ο κάνθαρος CMS II.1 434 από το σπήλαιο της Τράπεζας ευρέθη σε πλαίσιο ΠΜ ΙΙ-ΜΜ Ιa, θεωρείται Αιγυπτιακός και η αισθητική χρονολόγηση τον συνδέει με την ΧΙ-XII δυναστεία. Άλλα δείγματα: CMS II.1 180 (Λεβήν, ΠΜ ΙΙ—ΜΜ Ιa, XII δυναστείας, Αιγυπτιακός ;), CMS II.1 204 (Λεβήν, θόλος ΙΙa, ΠΜ ΙΙ—ΜΜ Ιa, XI δυναστείας, Αιγυπτιακός ;). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Woudhuizen παραθέτει σοβαρή επιχειρηματολογία υπέρ της συσχετίσεως του κανθάρου CMS II.1 180 με τους Κρήτες, βλ. Van Binsbergen and Woudhuizen (Van Binsbergen and Woudhuizen 2011, p. 328). Υπέρ της μη Αιγυπτιακής καταγωγής του ίδιου κανθάρου έχει ταχθεί και ο I. E. S. Edwards, βλ. Höflmayer (Höflmayer 2010, p. 82, n. 215). Ανάλογης αισθητικής σφραγίδες έχουν ευρεθεί στο Kahun, όπου η Ελλαδική παρουσία είναι επιβεβαιωμένη, χρονολογούμενες από την XII δυναστεία, βλ. Petrie (Petrie 1891, p. 14 (§ 30), pl. X). Η διακόσμηση με έλικες και σταγόνες θεωρείται εισαχθείσα από την Κρήτη, βλ. Kantor (Kantor 1999, p. 459, fig. XI.25a). Ομοίως αναλογίες έχουν διαπιστωθεί και με σφραγίδες από το Uronarti, ενώ το τελευταίο παρουσιάζει σφραγιστικές ομοιότητες και με την Φαιστό και Λέρνη, βλ. Wiencke (Wiencke 1969, pp. 513-516).
10_126. Ο κάνθαρος CMS IV 99 από το Αντισκάρι Ηρακλείου του οποίου η αισθητική χρονολόγηση δίδει ΠΜ ΙΙΙ-ΜΜ Ιa. Ο κάνθαρος CMS II.1 283 από τον θόλο Β του Πλατάνου ευρέθη σε πλαίσιο ΠΜ ΙΙΙ-ΜΜ ΙΙ ενώ η αισθητική χρονολόγηση τον συνδέει με την ΧΙ-ΧΙΙ δυναστεία (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, αρ. HMS 1075), όμως ο Ward (Ward 1981) τον τοποθετεί στην ΠΕΠ, από δε τον Παναγιωτόπουλο (Panagiotopoulos 2013, p. 59) θεωρείται Μινωικής κατασκευής. Άλλα παραδείγματα της ίδιας χρονολογήσεως είναι: CMS II.1 395 (Φουρνί, Αιγυπτιακός ;), CMS II.1 117 (Άγιος Ονούφριος), CMS II.1 267 & 332 (Σταυρός, Αιγυπτιακός ;) κ.ά. Oι δύο τελευταίοι κάνθαροι χρονολογούνται από τον Ward στην πρώιμη ΧΙΙ δυναστεία και την ΠΕΠ, αντιστοίχως.
10_127. Evans 1909, pp. 71-72, fig. 39 (table III). Το σύμβολο υπ. αρ. 7 του πίνακος θεωρείται ως απλοποίηση του κοπάνου ή κανθάρου.
10_128. Evans 1921, p. 199, fig 147.
10_129. Bernal 2002, pp. 75-76.
10_130. Pinch 2002, p. 70; Bernal 2006, p. 544.
10_195. Wοudhuizen 2016, pp. 379-380, fig. 91.
10_200. Kyriakides p. 217.
10_202. Höflmayer 2010, p. 82, n. 215.
10_204. Petrie 1891, p. 14 (§ 30), pl. X.
10_206. Kantor 1999, p. 459, fig. XI.25a.
10-208. Ward 1981
10_210. Panagiotopoulos 2013, p. 59
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Camp, J. M. K. 2003. "Excavations in the Athenian Agora: 1998-2001,” Hesperia 72 (3), pp. 241-280.
10_195. Wοudhuizen 2016, pp. 379-380, fig. 91.
10_200. Kyriakides p. 217.
10_202. Höflmayer 2010, p. 82, n. 215.
10_204. Petrie 1891, p. 14 (§ 30), pl. X.
10_206. Kantor 1999, p. 459, fig. XI.25a.
10-208. Ward 1981
10_210. Panagiotopoulos 2013, p. 59
Σφραγίδες με πεπλεγμένες ταινίες: από το Aby Ghalib (ΑΡ. & ΔΕΞ.) καθώς και από την Φαιστό (στο κέντρο, CMS II.5 162)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Camp, J. M. K. 2003. "Excavations in the Athenian Agora: 1998-2001,” Hesperia 72 (3), pp. 241-280.
Gardiner, :ist of Hieroglyphic Signs, <http://web.ff.cuni.cz/ustavy/egyptologie/pdf/Gardiner_signlist.pdf>
Peet, T. E. 1927. "The Egyptian Writing-Board B.M. 5647 bearing Keftiu Names," in Essays in Aegean Archaeology presented to Sir Arthur Evans., ed. S. Casson, Oxford, pp. 90-99.
Kyriakidis, E. 2002. "Indications on the Nature of the Language of the Keftiw from Egyptian Sources," Ägypten und Levante / Egypt and the Levant 12, pp. 211-219.
Wοudhuizen, F. C. 2016. Documents in Minoan Luwian, Semitic, and Pelasgian (Publications of the Henri Frankfort Foundation 14), Amsterdam.
Bagh, Τ. 2004. “Early Middle Kingdom Seals and Sealings from Abu Ghâlib in the Western Nile Delta - Observations,” in Scarabs of the Second Millenum BC from Egypt, Nubia, Crete and the Levant: Chronological and Historical Implications, Vienna, ed. M. Bietak and E. Czerny, pp. 13-25.
απόσπασμα από το βιβλίο Ο Πρώιμος Αιγυπτιακός Πολιτισμός και οι αλληλεπιδράσεις με το Αιγαίο, κεντρική διάθεση
τελευταία αναθεώρηση / εμπλουτισμός: 01.02.2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου