BUY NOW

Support independent publishing: Buy this book on Lulu.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Warriors and Weapons in the Central and Eastern Balkans

ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ & ΟΠΛΑ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ[Ν1]


ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Το παρόν συνιστά μετάφραση του Αγγλικού κειμένου, εμπλουτισμένου με εμβόλιμες παρατηρήσεις και σημειώσεις του γράφοντος, όπου ο συμβολισμός [Ν] & ΣτΜ επισημαίνει τα εμβόλιμα ενώ ο {} το αρχικό κείμενο.

Με την ανάπτυξη ολοένα και εντονότερων κοινωνικών ανισοτήτων και την σχετική αύξηση των βίαιων συγκρούσεων, η Ευρωπαϊκή Εποχή του Χαλκού χαρακτηρίστηκε γενικά από την ταχεία ανάπτυξη της πολεμικής τεχνολογίας.[Ν2] Το τυπικό όπλο του πολεμιστή της Εποχής του Χαλκού (ΕΧ) ήταν το ξίφος. Από τις αρχές της ΕΧ κατά την 3η χιλιετία π.Χ.,[Ν4] δεν γνωρίζουμε σχεδόν κανένα ωστικό όπλο (στιλέτα) από την κεντρική και ανατολική χερσόνησο του Αίμου, αλλά από τα τέλη της 4ης χιλιετίας υπήρχαν μεγάλοι αριθμοί από αυτά. Αριθμός κοπτικών όπλων, συγκεκριμένα βαριά μονόκοπα χάλκινα τσεκούρια, ακολουθούσαν παλαιότερες μορφές πελέκεων της Χαλκολιθικής.{1}

Η νεκρόπολη της Βάρνας στην Μαύρη Θάλασσα προσφέρει τα παλαιότερα με ασφάλεια χρονολογημένα παραδείγματα χάλκινων πελέκεων.[Ν6] Αυτά συνδυάζουν ένα άκρο κοπής στην μία πλευρά με ένα άκρο σφυριού στην άλλη και επομένως ονομάζονται άξονες σφυριού Hammeräxte / hammer axes. Ευρίσκονταν εν χρήσει στην Βάρνα περίπου από το 4650 π.Χ. Λίγους αιώνες αργότερα, γύρω στο 4400 π.Χ., προστέθηκαν περαιτέρω καινοτομίες στην τεχνολογία των όπλων: πάνω απ' όλα, οι αρχαιότερες αιχμές λόγχης ή ακοντίου, οι οποίες, όπως τα υποδείγματα της Εγγύς Ανατολής και του Καυκάσου, είχαν λυγισμένες λαβές στο τέλος και σηματοδοτούν την αρχή ενός τυπικού όπλου της ΕΧ. Στο δεύτερο ήμισυ της 5ης χιλιετίας συναντάμε για πρώτη φορά ένα άλλο φαινόμενο στην Χαλκολιθική Βάρνα, το οποίο επρόκειτο να γίνει χαρακτηριστικό της ΕΧ, δηλαδή η διακόσμηση όπλων με πολύτιμα μέταλλα: για τους πολύ λίγους πολύ πλούσια προικισμένους άρρενες νεκρούς καθώς και για τις πλούσιες συμβολικές ταφές, οι ξύλινες λαβές και τα σώματα τσεκουριών από πέτρινα τσεκούρια καλύφθηκαν με χρυσό φύλλο.{2} Η κοινωνική ανισότητα συνοδεύεται λοιπόν από την αισθητικοποίηση των όπλων - των οργάνων βίας - που χρησιμεύουν για τη διατήρηση της ανισότητας και έτσι τώρα τη συμβολίζουν και με πολύτιμο υλικό.

Η ίδια διαδικασία αισθητικοποιήσεως - εδώ ήδη με τη μετατροπή σε καθαρό σύμβολο - χρησιμοποιήθηκε και περί τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ., όπως δείχνει το συμπαγές χρυσό ξιφίδιο / στιλέτο με αμβλύ οριζόντιο άκρο από την τελετουργική δομή αρ. 5 της νεκροπόλεως Dăbene.{3}

Κατά την 2η χιλιετία παρατηρούμε μια ταχεία ανάπτυξη της τεχνολογίας των όπλων, η οποία τουλάχιστον εν μέρει πυροδοτήθηκε από υπερπεριφερειακές επαφές. Ιδιαίτερη σημασία έχει εδώ η εισαγωγή μακρών και πολύ λεπτών ωστικών σπαθιών (ξιφίδια), που μπορεί να είχαν γίνει πριν από το 1500, από Μινωικά και Μυκηναϊκά εργαστήρια όπλων στην Ελλάδα (Εικ. 2).[Ν7] Ένα ξίφος από την Δράμα στη σημερινή ΝΑ Βουλγαρία, ένα από το Sokol στην πεδιάδα του Δουνάβεως και ένα από το Lilovo (ΣτΜ: Άγιο Αντώνιο) κοντά στο Devin στην Ροδόπη (αριθ. κατ. 113) σχετίζονται άμεσα με τα Αιγαιοπελαγίτικα ξιφοειδή με βάση πολλά χαρακτηριστικά {-> ΣΕΛ. 71} συγκρίσεως. Τα ξίφη από τα Δυτικά Βαλκάνια επηρεάζονται επίσης άμεσα από τα όπλα του Αιγαίου (Χάρτης 1).{4}Αντίθετα, ορισμένα ξίφη από την Τρανσυλβανία και τη Βλαχία έχουν σχήμα λεπίδας που είναι γενικά συγκρίσιμο με τα πρώιμα Μυκηναϊκά όπλα, αλλά διαθέτουν επίσης διακριτά χαρακτηριστικά (Χάρτης 1).{5}

Ωστόσο, μόνον στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 14ου αιώνα οι πιο ένοπλοι πολεμιστές των κεντρικών και ανατολικών Βαλκανίων κατείχαν ξίφη που ταίριαζαν ακριβώς με τα Μυκηναϊκά όπλα της περιόδου (Χάρτης 2). Είναι η περίοδος που το Μυκηναϊκό ανακτορικό κράτος εγκαταστάθηκε και επεκτάθηκε στρατιωτικά - εδαφικά στον χώρο του Αιγαίου. Οι εσωβαλκανικές περιοχές δεν εντάχθηκαν στο νέο σύστημα διακυβερνήσεως, αλλά προφανώς είχαν επαφή με τους πολεμιστές του. Αυτό θα μπορούσε σποραδικά να ισχύει και για πολεμιστές από την δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, όπως υποδηλώνεται από ένα ξίφος που πιθανότατα κατασκευάστηκε εκεί και έφτασε στη βορειοανατολική Βουλγαρία.{6}[ΣτΜ: πρόκειται για το γνωστό Μυκηναϊκό ξίφος με την αφιέρωση σχετικά με την νίκη των Χετταίων επί της Assuwa!][Ν8]

ενεπίγραφο Μυκηναϊκό ξίφος από την Χατούσα – αφιέρωμα στην νίκη επί της Assuwa

Πιο σημαντικές όμως ήταν οι σχέσεις με το Μυκηναϊκό Δυτικό Αιγαίο. Αυτό αποδεικνύεται από πολυάριθμα ευρήματα σπαθιών με κέρατα στο άκρο της λαβής, που βρέθηκαν στις ανατολικές και κεντρικές περιοχές της Χερσονήσου του Αίμου από τη Ροδόπη μέχρι την πεδιάδα του Δούναβη και σε εξαιρετικές περιπτώσεις επίσης βόρεια αυτού (χάρτης 2, αρ. κατ. 278).{7} Αυτά τα όπλα αναπτύχθηκαν επίσης περαιτέρω σε τοπικά εργαστήρια χαλκού (Χάρτης 2, αρ. κατ. 289, 290 & 293; Εικ. 4).{8} Ομοίως, μερικές αιχμές λόγχης, που λόγω του μήκους και του σχήματός τους ήταν πιθανώς ωστικά όπλα, ανάγονται στις Μυκηναϊκές καινοτομίες (αρ. κατ. 279, εικ. 3).{9} Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Μυκηναϊκά κεραμεικά αγγεία εισήχθησαν επίσης για πρώτη φορά στα ανατολικά Βαλκάνια κατά την περίοδο αυτή, όπως φαίνεται από τα ευρήματα από την Dragojna και το Ada Tepe[Ν10] στα βουνά της Ροδόπης. Οι χημικές αναλύσεις έδειξαν ότι το τα αγγεία της Dragojna εισήχθησαν από τη θεσσαλική παράκτια περιοχή του Βόλου, δηλαδή από μια περιοχή όπου βρίσκουμε ακριβή αντίστοιχα για αρκετά από τα ανατολικά Βαλκανικά ξίφη και λόγχες.{10} Πώς όμως προέκυψε αυτή η στενότερη και προφανώς όχι αποκλειστικά πολεμική επαφή με το Αιγαίο κατά τον 15ο/14ο αι.;

Η γεωγραφική θέση των αναφερθέντων οικισμών στην πλούσια σε χρυσό οροσειρά της Ροδόπης προσφέρει ένα κλειδί για τηνν απάντηση. Επιπλέον, μία μαρμάρινη λαβή ξίφους βρέθηκε επίσης στη θέση (Ada Tepe) όπου το ορυχείο χρυσού της ΕΧ, το οποίο, με βάση συγκρίσιμα ευρήματα από τάφους πολεμιστών του Βόλου και της Ιαλυσού (στην Ρόδο) από τα τέλη του 15ου/αρχές 14ου. αι. αντιστοιχεί σε εκείνους τους τύπους ξιφών που ήταν ευρέως διαδεδομένοι στα ανατολικά και κεντρικά Βαλκάνια εκείνη την εποχή.{11} Αυτό σημαίνει ότι η εξόρυξη χρυσού, η εισαγωγή εκλεκτής, ζωγραφικής Μυκηναϊκής κεραμεικής και τα Μυκηναϊκά όπλα συνδέονται χωρικά και χρονικά. Το αν ο χρυσός από την Ροδόπη αντηλλάγη με νέα όπλα και εκλεκτά επιτραπέζια σκεύη από την Ελλάδα είναι ένα ερώτημα που απαντάται αυτή τη στιγμή σε μια Βουλγαρο-Αυστριακή-Γερμανική ερευνητική συνεργασία χρησιμοποιώντας τις πιο πρόσφατες αναλυτικές τεχνικές. Επιπλέον, πρέπει να διευκρινιστεί πώς οι νότιες επαφές με το Μυκηναϊκό κράτος επηρέασαν την ανάπτυξη της οικονομίας και των κοινωνικών δομών στις ηπειρωτικές περιοχές της ΝΑ Ευρώπης. Για πολύ καιρό δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου σημάδια εξέχουσας ιεραρχίας κατά το δεύτερο ήμισυ της 2ης χιλιετίας.{12} Ενώ τα ξίφη ήταν σίγουρα πολύτιμα αντικείμενα, όπως υποδηλώνει η σπανιότητά τους σε τάφους τόσον στο Αιγαίο όσο και στα κεντρικά και ανατολικά Βαλκάνια, τα Μυκηναϊκά όπλα που βρέθηκαν στις τελευταίες περιοχές δεν ήταν από τα καλύτερα προϊόντα των Μυκηναϊκών εργαστηρίων. Γνωρίζουμε επίσης δείγματα από την νότια Ελλάδα της ίδιας περιόδου που ήταν διακοσμημένα με ανάγλυφες (δια σφυρηλατήσεως) χρυσές πλάκες ή με τις καλύτερες χρυσές περόνες (καρφίτσες).{13} Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία χρόνια στα Ανατολικά Βαλκάνια τουλάχιστον δύο νεκροί αυτής της περιόδου διακοσμημένοι με χρυσά στολίδια έχουν βρεθεί, ένας από αυτούς ήταν πολεμιστής με το σπαθί του, που θάφτηκε στο Lilovo (Άγιο Αντώνιο) της Ροδόπης.{14} Αυτό αποτελεί σαφή ένδειξη ότι επίσης [-> ΣΕΛ. 72] στο δεύτερο ήμισυ της 2ης χιλιετίας, ο πλούτος και η στρατιωτικά εξασφαλισμένη δύναμη συνδυάστηκαν και προβλήθηκαν ξεκάθαρα.

Τέλος, ο θησαυρός μητρών (καλουπιών) του Pobit Kamăk, ο οποίος είχε αποτεθεί 42 χιλιόμετρα νοτίως του Δουνάβεως, δείχνει ότι τα όπλα που βρίσκονται σε τάφους αντιπροσωπεύουν μόνον μια επιλογή από το θεματολόγιο μεταλλικών αντικειμένων που χρησιμοποιήθηκαν κάποτε. Αυτό το σύνολο περιέχει μήτρα για ένα φυλλόμορφο κοντό σπαθί του λεγόμενου τύπου Krasnomajak (αρ. κατ. 99), το οποίο δεν γνωρίζουμε από τη Βουλγαρία αλλά από την Ουκρανία.{15} Τα ξίφη αυτού του τύπου έχουν κοντή λάμα, περίπου 40 cm που σε περίπτωση κυρτού περιγράμματος φτάνει στο μέγιστο πλάτος περίπου στη μέση της λεπίδας. Πρέπει επομένως να έχουν χρησιμοποιηθεί κυρίως ως όπλα κοπής.


Αυτή η χρήση έρχεται σε εντυπωσιακή αντίθεση με εκείνη των τύπων σπαθιών του Αιγαίου που συζητήθηκαν παραπάνω, τα οποία ήταν κατάλληλα μόνο ως ωστικά όπλα λόγω των μακριών, λεπτών λεπίδων τους με μια στενή αλλά ψηλή κεντρική νεύρωση και ένα κέντρο βάρους κοντά στην λαβή. Σε περίπτωση ισχυρού χτυπήματος σε άλλο επιθετικό ή προστατευτικό όπλο, συνήθως θα είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές. Το ξίφος που κατασκευάστηκε στην μήτρα (καλούπι) του Pobit Kamăk σηματοδοτεί έτσι την αρχή της χρήσεως κοπτικών σπαθιών στα Ανατολικά Βαλκάνια. Τουλάχιστον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, τα μακρά Μυκηναϊκά ξίφη ώθησης και τα κοντά ανατολικοευρωπαϊκά ξίφη κοπής πρέπει να χρησιμοποιούνταν δίπλα-δίπλα.{16} Ωστόσο, ορισμένα καλούπια τσεκούρι στην ίδια αποθήκη από τον Pobit Kamăk (αριθ. κατ. 95–98) δείχνουν ότι υπήρχαν και άλλα κοπτικά όπλα που ανήκαν σε μια πολύ παλαιότερη, τοπική παράδοση (βλ. παραπάνω για τους πελέκους της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού) και που μπορεί να συμπλήρωναν στη μάχη τα ξίφη που σπρώχνουν.

Όλα αυτά άλλαξαν κατά τη διάρκεια του 13ου ή το αργότερο τον 12ο αιώνα π.Χ., όταν τα ωστικά ξίφη των παλαιότερων Μυκηναϊκών μορφών{17} αντικαταστάθηκαν από νέες μορφές ξίφους αρκετά διαφορετικής προελεύσεως (Εικ. 1). Αυτά ήταν σύγχρονα όπλα τα οποία αναπτύχθηκαν στην περιοχή μεταξύ της βόρειας Ιταλίας, της νότιας κεντρικής Ευρώπης και των ουγγρικών πεδιάδων και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τόσον για κοπή όσο και για μαχαιρώματα λόγω των στιβαρών αλλά μακρών λεπίδων τους (αρ. κατ. 288). Οι καινοτομίες στην τεχνολογία των όπλων αντιπροσωπεύουν έναν καταναγκασμό που δεν μπορεί να αποφευχθεί λόγω της απειλής υποταγής σε ανώτερους αντιπάλους του πολέμου. Έτσι, η αντικατάσταση των παλαιότερων σπαθιών ωθήσεως από τα βόρεια ξίφη κοπής και ωθήσεως είναι εύκολα κατανοητός. Αυτή η καινοτομία πρέπει να ήταν μέρος του εκσυγχρονισμού της παραγωγής όπλων, ο οποίος τον 13ο αιώνα κάλυπτε τα περισσότερα εργαστήρια χαλκού από τη Βαλτική Θάλασσα έως τον Νείλο.{18}

Τέλος, στο δεύτερο ήμισυ της 2ης χιλιετίας υπήρχαν ακόμη συμβολικά όπλα στα Ανατολικά Βαλκάνια, δηλαδή αντικείμενα των οποίων η μορφή προέρχεται από αυτή των χρησιμοποιήσιμων όπλων, αλλά, είτε λόγω του σχήματός τους είτε λόγω του υλικού τους, δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην μάχη. Τα καλλίτερα παραδείγματα αυτής της κατηγορίας είναι τα λεγόμενα σκήπτρα - πελέκεις από μπρούτζο ή πέτρα, των οποίων η κοπτική άκρη είναι λυγισμένη ή ουσιαστικά κυρτή (αρ. κατ. 77, 94 & 301). Πιθανότατα είχαν μια λειτουργία ως ενδεικτικά κύρους - βαθμού και ήταν ευρέως διαδεδομένα στις περιοχές της δυτικής Μαύρης Θάλασσας από την Μολδαβία έως τη Ροδόπη. Μπορούν να χρονολογηθούν στον 14ο αιώνα π.Χ. με βάση ένα εύρημα που ανακτήθηκε έξω από την κύρια περιοχή διανομής κατά τη διάρκεια υποβρύχιων ανασκαφών σε ναυάγιο στα ανοιχτά της νότιας ακτής της Τουρκίας [Αντίφελλος - Uluburun].{19}[N90]



Σκήπτρο από το ναυάγιο της Αντιφέλλου

[-> ΣΕΛ. 73]

Fig. 2. Λίθινες μήτρες σφυρών με οπή στειλεώσεως: A Pobit Kamak; B άγνωστο[Ν100]

Αξίζει να προστεθεί εδώ από τον μεταφραστή ότι χυτοί ορειχάλκινοι πελέκεις με οπή στειλεώσεως ή κοίλο αυλό (πτυοσκάπανο) διαθέτοντες ή μή μία ή και δύο δακτυλιοειδείς οπές αναρτήσεως στο άκρο είναι όπλα / εργαλεία τα οποία απαντά στην περιοχή του Πόντου αλλά και στην Τροία το ενωρίτερο περί το 1600 π.Χ., ενώ δεν λείπει από την Χερσόνησο του Αίμου, τις Βοιωτικές Θήβες και την παράλια Μακεδονία.[Ν120]
Ορειχάλκινος πέλεκυς με οπή στειλεώσεως ή κοίλο αυλό και δύο δακτυλιοειδείς οπές (ΥΕΧ, Birmingham Museums Trust)[Ν130]

ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

Ο πολύς J. J., συντονιστής έρευνας που χρησιμοποιεί - ξετρυπά - εξαχνώνει τεκμήρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών (ΕΑΜΑ) θεωρείται από το ίδιο αυτό Μουσείο ως ".. αξιόπιστος ερευνητής με μακρά εμπειρία και γνώση στην Αιγαιακή αρχαιολογία, έχει εργαστεί στην Ελλάδα επί σειρά ετών και έχει συνεργαστεί και παλαιότερα με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο..." 
Ας δούμε μερικά δείγματα επιστημοσύνης του κυρίου: 
(Α) Εμφανίζεται να αγνοεί την ύπαρξη πολεμικών όπλων στην Νεολιθική Θεσσαλία, παραβλέπων επίσης την αμυντική οχύρωση πληθώρας θέσεων στο Αιγαίο .., 
(Β) Χρονολογεί την Εποχή του Χαλκού στον Ελλαδικό χώρο ασαφώς στην τρίτη χιλιετία, όταν η έναρξή της στην Κρήτη - τουλάχιστον - τοποθετείται στο 3500 π.Χ. περίπου, 
(Γ) Αγνοεί την ύπαρξη πελέκεων στο Αιγαίο ήδη από την Τελική Νεολιθική (τέσσερεις επίπεδοι πελέκεις της ΤΝ, δύο από το Σέσκλο, ένας από την Αλεπότρυπα και ένας από τα Πευκάκια, ενώ υπάρχουν και άλλοι από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού Ι και ΙΙ. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εικόνα μας για την πρώιμη μεταλλουργία του Αιγαίου περιλαμβάνει επίσης ευρήματα της Μέσης Νεολιθικής από την Ορθόπετρα (Ντικιλί Τάς), την Δήμητρα και από την Φτελιά Μυκόνου της ΤΝ Ι, ενώ ο αριθμός μεταλλικών ευρημάτων αυξάνεται σχεδόν χρόνο με τον χρόνο...), 
(Δ) Αποδίδει Μυκηναικό ξίφος, φυλασσόμενο στο Μουσείο Βάρνας, στην Ανατολία, παραβλέπων ότι το ανάλογό του από την Πύλη των Λεόντων Χατούσας είναι το σχετικό με την νίκη των Χετταίων επί της Assuwa, συμμαχήσασας τότε - όπως φαίνεται - με τους Μυκηναίους.. 
(Ε) Αποκρύπτει ότι .. σύμφωνα με τον Alexandrov (Alexandrov 2017, p. 32, n. 27): Τα αποθέματα χρυσού στην Α. Ροδόπη (Ada Tepe κ.α.) υπήρξαν κατά το δεύτερο ήμισυ της δευτέρας χιλιετίας π.Χ. οι πιθανές πηγές χρυσού των Μυκηνών. 
(Ζ) Αποσιωπά την ύπαρξη στο Αιγαίο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού πελέκεων με οπή στειλεώσες .. "Αξίζει να προστεθεί εδώ από τον μεταφραστή ότι χυτοί ορειχάλκινοι πελέκεις με οπή στειλεώσεως ή κοίλο αυλό (πτυοσκάπανο) διαθέτων ή μή μία ή και δύο δακτυλιοειδείς οπές αναρτήσεως στο άκρο είναι όπλο / εργαλείο το οποίο απαντά στην περιοχή του Πόντου αλλά και στην Τροία το ενωρίτερο περί το 1600 π.Χ., ενώ δεν λείπει από την Χερσόνησο του Αίμου τις Βοιωτικές Θήβες και την παράλια Μακεδονία."

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[Ν1]. Jung 2017.
[Ν2]. Runnels et al. 2009. Τα διαπολιτισμικά αρχαιολογικά και εθνογραφικά στοιχεία για τον πόλεμο στις αγροτικές κοινωνίες μας καλούν να επανεξετάσουμε την παραδοσιακή εικόνα της ελληνικής νεολιθικής (περίπου 7000-3400 π.Χ.) ως περιόδου ειρηνικής συνυπάρξεως μεταξύ των αγροτών που επιβιώνουν. Οι αρχαιολογικοί συσχετισμοί των διακοινοτικών συγκρούσεων στην προϊστορική ΝΔ Αμερική και τα ευρέως διαδεδομένα στοιχεία για πολέμους στην Νεολιθική Ευρώπη υποδηλώνουν ότι πόλεμος είναι επίσης πιθανό να έλαβε χώρα στη νεολιθική Ελλάδα. Το γνωστό νεολιθικό αρχείο για τη Θεσσαλία αποκαλύπτει στοιχεία για την εμφάνση του πολέμου, όπως φαίνεται να υποδεικνύουν οι αμυντικές κατασκευές (π.χ.. οχύρωση Σέσκλου & Διμηνίου), όπλα και η δομή των οικισμών. Ο ανταγωνισμός για πόρους όπως η καλλιεργήσιμη γη, τα δικαιώματα βοσκής και το νερό μπορεί να συνέβαλαν στα αίτια του ελληνικού νεολιθικού πολέμου.
[Ν4]. Όμως η έναρξη της ΕΧ τουλάχιστον στην Κρήτη τοποθετείται μάλλον στο 3500 π.Χ. (Watrous 1994, p. 697), ήτοι τουλάχιστον μισή χιλιετία από ότι θέτει ο Jung!
[Ν6]. Όμως στον Αιγαιακό χώρο η εμφάνιση του χαλκού φαίνεται ότι προηγείται σημαντικά της Αιγύπτου, δεδομένου ότι έχουν ανασκαφεί τέσσερεις επίπεδοι πελέκεις της Τελικής Νεολιθικής περιόδου, δύο από το Σέσκλο, ένας από την Αλεπότρυπα και ένας από τα Πευκάκια, ενώ υπάρχουν και άλλοι από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού Ι και ΙΙ. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εικόνα μας για την πρώιμη μεταλλουργία του Αιγαίου περιλαμβάνει επίσης ευρήματα της Μέσης Νεολιθικής από την Ορθόπετρα (Ντικιλί Τάς), την Δήμητρα και από την Φτελιά Μυκόνου της ΤΝ Ι, ενώ ο αριθμός μεταλλικών ευρημάτων αυξάνεται σχεδόν χρόνο με τον χρόνο. Εν όψει αυτής της εικόνας, η οποία κάθε άλλο παρά υποστηρίζει τον χαρακτηρισμό από τον Evans του Κνωσσιακού πελέκεως ως Αιγυπτιακού, ο Muhly έχει σημειώσει για το ιδιαίτερο αυτό εύρημα ότι ‘ανήκει σε τύπο κοινό κατά την ΤΝ περίοδο, γνωστό από θέσεις της ηπειρωτικής χώρας κυρίως δε από πολυάριθμες θέσεις της Βαλκανικής’.. (Κονιδάρης 2022, σημ. 3_38 & 3_39). Σημειωτέον ότι η Τελική Νεολιθική στον ηπειρωτικό Ελλαδικό χώρο τοποθετείται μεταξύ 4500/4400 και 3100/3000 π.Χ. (Tomkins 2007).
[Ν7]. Molloy 2010: Αιγαιακό ξίφος τύπου Α εμφανίζεται κατά την MM/MH II (ήτοι ενωρίτερον του 1800 π.Χ.) πλήρως αναπτυγμένό!
{6}. Athanassov, Krauß & Slavčev 2009.
[Ν8]. Κονιδάρης 2022, σημ. 5_4 έως 5_7. Στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας κατά καιρούς υπήρξαν και άλλα ισχυρά κράτη, πέραν των Χετταίων και της Arzawa. Η Assuwa στα βορειοδυτικά υπήρξε μία ισχυρή αλλά μάλλον βραχύβια ομοσπονδία 22 πόλεων, η οποία φαίνεται ότι ήταν γνωστή στους Μυκηναίους, και, σε ορισμένες περιόδους τουλάχιστον, φιλική προς αυτούς. Πράγματι σύμφωνα με το κείμενο KUB 26.91 (CTH 183), περιλαμβάνον επιστολή βασιλέως της Αχιγιάβα πρός τον Χετταίο ομόλογό του, στο παρελθόν είχε λάβει χώραν διπλωματικός γάμος σκοπιμότητος μεταξύ του παππού του Αιγαίου βασιλέως και πριγκίπισσας της Assuwa, γεγονός το οποίο είχε πολιτική χροιά και προεκτάσεις. Η Assuwa εστράφη εναντίον των Χετταίων, πιθανότατα σε συνεργασία με τους Αχιγιάβα, αλλά, σύμφωνα με τα αρχεία του Tudhaliya II, ήττήθηκε και διελύθη κατά τα τέλη του 15ου αιώνος π.Χ. Aφού ο Tudhaliya II κατενίκησε την Assuwa εξετόπισε στην Χατούσα 10,000 στρατιώτες, 600 ομάδες ίππων μαζύ με τους αρματοδρόμους τους, πολίτες, ζώα κ.λπ. Μεταξύ των εξορίστων περιελαμβάνετο και ο βασιλέας της Assuwa Piyama-dKAL και ο υιός του Kukkuli. Το χάλκινο Μυκηναϊκό ξίφος το οποίο ανευρέθη στην Χατούσα, φέρον αφιέρωση του Tudhaliya II με την ευκαιρία της υποταγής της Assuwa, ενίσχυσε τις ήδη υπάρχουσες εκτιμήσεις περί εμπλοκής των Μυκηναίων στην βορειοδυτική Μικρά Ασία. Οι παραδόσεις των Κυπρίων Επών για επιδρομές του Αχιλλέως στην Τευθρανία, της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, σηματοδοτούν επίσης την δραστηριοποίηση των Αχαιών στην περιοχή πρίν τα Τρωικά. 
{7} Jung, Bozhinova and Mommsen 2010, hier: 78–82 mit Abb. 4, 87. Dragojna – οικισμός στην κορυφή λόφου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στη Βουλγαρική Ροδόπη με εισαγόμενη Μυκηναϊκή κεραμεική.
{8}. Bernhard Hänsel, "Bronzene Griffzungenschwerter aus Bulgarien," in: Prähistorische Zeitschrift 45, 1970, 26–41, hier: 26–33;  Kilian-Dirlmeier 1993 (zit. Anm. 4), 50, 54–56, Taf. 20, 106–108.
[Ν10]. Σύμφωνα με τον Alexandrov (Alexandrov 2017, p. 32, n. 27): Τα αποθέματα χρυσού στην Α. Ροδόπη (Ada Tepe κ.α.) υπήρξαν κατά το δεύτερο ήμισυ της δευτέρας χιλιετίας π.Χ. οι πιθανές πηγές χρυσού των Μυκηνών.
{14}. Borislav Borislavov – Nadešda Ivanova, Археологически разкопки на тракийски могилен некропол в м. Лилово, община Девин, Смолянска област, in: Археологически открития и разкопки през 2006 г., 2007, 87–91, hier : 88 f., Abb. 2; Borislavov 2008 (zit. Anm. 4), 154, 156, Abb. 13. – Zu dem zweiten Grab (Izvorovo) s. Beitrag von Barbara Horejs und Reinhard Jung in diesem Band, S. 99–103.
{18}. Jung 2015; zum Ostbalkan bereits Hänsel 1970 (zit. Anm. 8), 31, Abb. 2, 33–41. Ausstellungskatalog Harald Meller – Michael Schefzik (Hgg.),
{19}. Lichardus et al. 2002, pp. 158–160, Abb. 16; Hansen 2005, p. 93 f. Abb. 2.
[N90]. Βεβαίως δεν μπορούμε να παραλείψουμε την απόληξη - λαβή σκήπτρου από πράσινο σχιστόλιθο μορφής λεοπαρδάλεως με διακόσμηση σπειρών & τριγώνων (Μάλια, MEX, 1800-1700 π.Χ.).
[Ν100]. Leshtakov 2018, fig. 2 (National Archaeological Museum, Sofia).
[Ν120]. Κονιδάρης 2020, σελ. 199-200, σημ. 8_39 & 8_43.
[Ν130]. Κονιδάρης 2020, εικ. 8_5.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alexandrov, S. 2017. "Die Früh- und Mittelbronzezeit in Bulgarien: Chronologie, Periodisierung, kulturelle Kontakte und Edelmetallfunde," in Das erste Gold. Ada Tepe: Das älteste Goldbergwerk Europas, Ausstellungskatalog KHM, ed. S. Haag, C. Popov, B. Horejs, S. Alexandrov, and G. Plattner, Wien, pp. 29-34.

https://www.academia.edu/34828731/Das_erste_Gold_Ada_Tepe_Das_%C3%A4lteste_Goldbergwerk_Europas_Ausstellungskatalog_KHM_Wien_2017_?auto=download&fbclid=IwAR37GRcbHhyfrtXjTuYyI1AhuR2ya6g93WPdm1EiNU8i9sw635SjOKR2rKg
Jung, R. 2017. "Krieger und Waffen auf dem Zentral- und Ostbalka
n," in Das erste Gold. Ada Tepe: Das älteste Goldbergwerk Europas, Ausstellungskatalog KHM, ed. S. Haag, C. Popov, B. Horejs, S. Alexandrov, and G. Plattner, Wien, pp. 69-74.

https://www.austriaca.at/0xc1aa5576%200x003915e9.pdf

https://www.academia.edu/4764817/Reingruber_and_Thissen_Radiocarbon_51_2009_Depending_on_14_C_data_chronological_frameworks_in_the_Neolithic_and_Chalcolithc_of_Southeastern_Europe?auto=download&email_work_card=download-paper
Agathe Reingruber. 2009. "Depending on 14C Data: Chronological Frameworks in the Neolithic and Chalcolithic of Southeastern Europe," Radiocarbon 51 (2), Proceedings of the 5th International 14C and Archaeology Symposium, ed. Irka Hajdas et al., pp. 751–770.

https://www.jstor.org/stable/26524938
Reinhard Jung, Stefan Alexandrov, Elena Bozhinova, Hans Mommsen, Anno Hein, Vassilis Kilikoglou and Βασίλειος Κυλίκογλου. 2017. "Mykenische Keramik in der Rhodopenregion. Herkunft, regionaler Kontext und sozialökonomische Grundlagen," Archaeologia Austriaca 101), pp. 269-302.

https://discovery.ucl.ac.uk/id/eprint/10042028/1/Nenova_10042028_thesis_volume1_redacted.pdf
Denitsa Nikolaeva Nenova. 2018. "The Dynamics of Isolation and Interaction in Late Bronze Age Thrace" (diss. UCL).

https://www.researchgate.net/publication/327883532_Late_Bronze_Age_Socketed_Hammers_in_Bulgaria
Leshtakov, L. 2018. “Late Bronze Age Socketed Hammers in Bulgaria,” Archaeologia Bulgarica ХХII (1), pp. 1-16.

Κονιδάρης, Δ. Ν. 2020. Ο κινεζικός πολιτισμός και οι ελλαδικές επιδράσεις, Αθήνα. 8_42 & 8_43

Κονιδάρης, Δ. Ν. 2022. Οι Χετταίοι και ο κόσμος του Αιγαίου, Αθήνα.

https://www.academia.edu/460626/Athanassov_B_R_Krau%C3%9F_Vl_Slavchev_2009_Ein_bronzeschwert_%C3%A4g%C3%A4isch_anatolischen_typs_aus_dem_Museum_von_Varna_Bulgarien_In_Festschrift_f%C3%BCr_Dr_T_Soroceanu_Analele_Banatului_17_2009_15_30
https://aegeobalkanprehistory.kreas.ff.cuni.cz/2012/03/26/a-bronze-sword-of-the-aegean-anatolian-type-in-the-museum-of-varna-bulgaria/
Bogdan Athanassov, Raiko Krauß, Vladimir Slavčev. 2009. "Ein Bronzeschwert ägäisch-anatolischen Typs aus dem Museum von Varna, Bulgarien," Analele Banatului, Sn., Arheologie – Istorie 17, pp. 17–32.

Lichardus, J., R. Echt, I. Iliev, C. Christov, J. Sabine Becker, W.-R. Thile. 2002. "Die Spätbronzezeit an der unteren Tundza und die ostägäischen Verbindungen in Südostbulgarien," ("The Late Bronze Age of the Lower Tundzha {Τόνζος π., παραπόταμος Έβρου} and the East Aegean Contacts in Southeastern Bulgaria,") Eurasia antiqua 8, pp. 135-184.

https://www.researchgate.net/publication/303587505_Contacts_with_the_Aegean_world_and_their_social_impact_in_the_late_Bronze_Age_in_the_Lower_Danube

https://www.academia.edu/61513551/THE_GOLD_WORK_IN_THE_TREASURES_OF_MYCENAE_AND_TIRYNS_EVIDENCE_ON_THE_NETWORK_OF_EUROPEAN_HOARDING_DURING_THE_LATE_BRONZE_AGE
Konstantinidi-Syvridi, E. 2021. "The Gold Work in the Treasures of Mycenae and Tiryns: Evidence on the Network of European Hoard during the Late Bronzw Age," in Proceedings of  3rd International Interdisciplinary Colloquim: The Periphery of the Mycenaean World, ed. E. Karantzali, Athens, pp. 51-58.

Contacts with the Aegean are especially apparent in some of the most impressive hoards of both bronze and gold artefacts, dating to the middle of the 2nd millennium BC up to the beginning of the early Iron Age, like theValčitran treasure in Northern Bulgaria.7 Similar evidence comes from burials of elite individuals like the ones in Ovčarci 8 and Izvorovo 9 in south-eastern Bulgaria; the latter held, among grave goods of local manufacture, 344 small gold beads of two typical Aegean types – 174 grain-of-wheat and 170 spherical with grooves.

http://www.jstor.org/stable/25622691
Runnels, C. N., C. Payne, N. V. Rifkind, C. White, N. P. Wolff, and S. A. LeBlanc. 2009. "Warfare in Neolithic Thessaly: A Case Study," Hesperia 78 (2), pp. 165-194.

htttp://www.jstor.org/stable/40916595
Tomkins, P. 2007. "Neolithic: Strata IX–VII, VII–VIB, VIA–V, IV, IIIB, IIIA, IIB, IIA and IC Groups," in Knossos Pottery Handbook: Neolithic and Bronze Age (Minoan), BSA Studies 14, pp. 9-48.

Watrous, L. V. 1994. "Review of Aegean Prehistory III: Crete from Earliest Prehistory through the Protopalatial," AJA 98 (4), pp. 695-753.

https://www.academia.edu/3645149/Neue_Forschungen_zur_Metallurgie_der_Bronzezeit_in_S%C3%BCdosteuropa
Hansen, S. 2005. "Neue forschungen zur metallurgie der Bronzezeit in Südosteuropa," Anatolian Metal III (Der Anschnitt Beiheft (Deutsches Bergbau-Museum) 18.), pp. 89-103.

p. 92
Εκτόξευση βελών μέσα από χάλκινες ράβδους. Μια επιγραφή στον Ναό του Καρνάκ λέει για τον Αμενχοτέπ Β' (περίπου 1447-1420): «Όταν πυροβολεί στο χάλκινο πλακίδιο, το σκίζει σαν πάπυρο» Ένα ανάγλυφο τον δείχνει πάνω στο άρμα, να εκτοξεύει ένα πέμπτο βέλος στο «χάλκινο τούβλο». Υπάρχουν πολυάριθμες παραστάσεις σε  τάφους αξιωματούχων στίς Θήβες και στο Amarna (πρβλ. Bass 1967: 62 επ., εικ. 62-84). Μαζί με άλλα τιμαλφή, τα κρητικά τάλαντα - πλινθία (keftiubarren) προσφέρονται ως λάφυρα ή αφιερώματα. Σαφείς σκηνές προσφορών - δώρων βρίσκονται στο ναό του Medinet Habu, όπου Rarnses III, Amon Re ασήμι, χρυσός, χαλκός. Θυσιάζονται λινά, ρητίνες και πετράδια. Απεικονίσεις 'κρητικών' ράβδων / πλινθίων σε κυπριακές βάσεις σκαφών τα δείχνουν επίσης ως προσφορές. Το κομμάτι, που πιθανότατα βρέθηκε στην Κύπρο, στο Μουσείο Bible Lands στην Ιερουσαλήμ (Bible Lands 1981: 271 ff., εικ. 223) δείχνει μια πομπή από φέροντες θυσία που προσφέρουν μια μεταλλική κανάτα, ένα χάλκινο πλινθίο και ένα πρόβατο.
Ένα καλούπι για μπαρ keftiu βρέθηκε στο Ras Ibn Hani (Lagarce 1986). Μόνο στο κοντινό Ουγκαρίτ υπάρχουν θραύσματα πραγματικών πλινθωμάτων, ενώ δεν είναι γνωστά πλινθώματα ή απεικονίσεις τους από τη Συρία και τη Μεσοποταμία. Ουσιαστικά, οι ράβδοι αυτής της μορφής είναι γνωστές μόνο στο σώμα από την «πολιτική περιφέρεια» της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, από την Κύπρο, την Ελλάδα και τη Σαρδηνία, όπου είχαν εμπιστευθεί ως επί το πλείστον ως μέρος του Holen der Erde. Μόνο πρόσφατα γνωστά θραύσματα μπαρ βρέθηκε σε έναν θησαυρό στη νότια Γερμανία (Oberwilflingen), ο οποίος μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 14ου αιώνα.Ταυτοποιήθηκε ως θραύσματα μιας ράβδου kettiu (Primas 1998) Πρόσφατα δημοσιεύτηκε το θραύσμα ενός μπαρ kettiu από την Pa-latca στην Τρανσυλβανία ( Ratea 2000: 26, εικ. 15) Αφού υπήρχε υποψία για ένα αντίστοιχο περιστατικό με βάση μικροσκοπικά δείγματα, μια πραγματική μπάρα keftiu βρέθηκε τώρα για πρώτη φορά στη λεκάνη των Καρπαθίων.

Οι θησαυροί στις περιοχές που αναφέρονται έχουν ο καθένας τον δικό του χαρακτήρα, ο οποίος θα έπρεπε να εξεταστεί λεπτομερώς για να ληφθούν στοιχεία για μια ερμηνεία αυτών των ευρημάτων. Για παράδειγμα, ενώ ο θησαυρός από το Oberwilflingen αντιπροσωπεύει μια σύντομη περίοδο συλλογής, ο θησαυρός από την Ακρόπολη στο Λίπαρι περιέχει αντικείμενα τεσσάρων αιώνων συνδυασμένα σε έναν θησαυρό (Moscetta 1988: 55 επ.), Matthäus και Schurnacher-Matthäus (Matthäus & Schumacher- Matthäus 1986: 128 επ.) έχουν επεξεργαστεί για τους κυπριακούς θησαυρούς ότι μπορεί να είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία μετάλλων ως θυσιαστικές αξίες μπρούτζου. Ακόμη και με τους θησαυρούς της Σαρδηνίας, οι αναφορές στη λατρεία και τη θρησκεία είναι αναμφισβήτητες. Ότι ο θησαυρός από το Nuraghe Albucciu με μια σμίλη, έξι θραύσματα πλινθωμάτων, δώδεκα θραύσματα «αναθηματικών σπαθιών» (!) και 21 μεταλλικά θραύσματα «...μπορεί να έχουν συλλεχθεί από ένα εργαστήριο χαλκού για να ξαναλιωθούν.» (Begemann et al. 2001:46). σίγουρα θα πρέπει να επανεξεταστεί. Επίσης η γνώμη. να "θησαυρίσει να είσαι άνθρωπος", {{}} (Knapp et al. 1988) δεν αδικεί το φαινόμενο, αφού δεν υπάρχουν θησαυροί ανά πάσα στιγμή και παντού. Οι προσπάθειες για την ερμηνεία των θησαυρών είναι απαραίτητες κυρίως γι' αυτό, προκειμένου να ερμηνευτεί επαρκώς το σχέδιο κατανομής των ράβδων keftiu. Δεν αντικατοπτρίζει την κυκλοφορία. αλλά αντανακλά την απόρριψη των ράβδων keftiu. Δείξτε το Neutunde στην Τρανσυλβανία και στο Swabian Jura. ότι οι ράβδοι kettiu ήταν πολύ πιο διαδεδομένες από ό,τι αναγνωριζόταν παλαιότερα. Η προηγούμενη έλλειψη μπαρ keftiu στην κεντρική και νότια Ιταλία και στην Ισπανία μάλλον δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα της Εποχής του Χαλκού.
Συνοψίζοντας, όλα τα μέρη του θησαυρού του Tekirdag χρονολογούνται στα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 13ου αιώνα π.Χ. μπορεί να χρονολογηθεί. Η σημασία του πηγάζει από το γεγονός ότι ο θησαυρός ενώνει τα προϊόντα από διαφορετικά εργαστήρια με πιο εμφανή τρόπο από σχεδόν οποιοδήποτε άλλο εύρημα, αναδεικνύοντας έτσι τις υπεραστικές συνδέσεις αυτής της περιόδου. Ο θησαυρός του Tekirdag δείχνει μέσα από τη σύνθεσή του ότι οι μεταλλικές βιοτεχνίες της νοτιοανατολικής Ευρώπης σχημάτιζαν έναν ανεξάρτητο κύκλο από μορφολογική άποψη, αλλά όχι έναν απομονωμένο κόσμο.Αντίθετα: Ένα δεύτερο, ιδιαίτερα αξιόλογο παράδειγμα των εκτεταμένων συνδέσεων στο Ο 14ος και 13ος αιώνας δείχνει ένα σκήπτρο (Εικ_ 2) με κυλινδρική λεπίδα και πόμολο σφυριού κατασκευασμένο από μαύρο ηφαιστειακό βράχο, το οποίο ανήκε στο φορτίο του πλοίου από το Uluburun (Bass 1989; Pulak 1988: 233 ff_ με εικ.. Buchholz: 68 επ.. Εικ. 3). Υπάρχουν μόνο τρεις συγκρίσεις για αυτήν την περίεργη μορφή: Ένα καλούπι από τον θησαυρό του Pobit Kamuk (Hänsel 1976: Taf. 1,1-2) στη Βουλγαρία. από το οποίο όμως λείπει το στρογγυλό πόμολο. Ένα δεύτερο, πιο συγκρίσιμο κομμάτι προέρχεται από τον θησαυρό του Drajna de Jos (Pelrescu-Dimbovila 1978: pl. 72, 77). Ένα τρίτο συγκρίσιμο κομμάτι βρέθηκε στο Hart of Lozova II Bez Straesni στη Μολδαβία (Dergaöev 2002: 37 αρ. 113, πράξη 35, 19). Ένα πέτρινο τσεκούρι με μια ισχυρά κυρτή λεπίδα από το Ljulin, με επιγραφή Yambol (Τροία και Θράκη χωρίς ημερομηνία 93 Αρ. 523 Εικ_ 14: Buchholz 1999; 76, Σχ. 6α) μπορεί επίσης να αναφερθεί σε αυτό το πλαίσιο. Στην ομάδα αυτή μπορεί να ανήκει και ένα θραύσμα από τη Δωδώνη της Ηπείρου (Sandars 1983· 58. Εικ. 12β). Ο θησαυρός του Drajna de Jos τοποθετείται συμβατικά στο επίπεδο Bz D σύμφωνα με τον Reinecke. Το ίδιο και ο θησαυρός της Λόζοβα. Αναφορικά με το θραύσμα ξιφίας από το Draine de Jos, μια παλαιότερη ταξινόμηση (Bz C2) έχει επίσης θεωρηθεί ότι υποστηρίζει μια χρονολόγηση στον 14ο αιώνα (Hänsel 1982, 15· Anders Hänse! 1976: 35). Ο Buchholz έχει υποδείξει ιρανικούς άξονες με τυλιγμένες άκρες της περιόδου των Ακκάδων (Buchholz 1999: 72. Εικ. 4: Calmeyer 1969: 25a Εικ. 23). Δεν υπάρχει άμεση χρονολογική σύνδεση, αλλά είναι δύσκολο να το υποθέσουμε. ότι και οι δύο μορφές θα έπρεπε να έχουν αναπτυχθεί εντελώς ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Τα ευρήματα υποδεικνύουν συνδέσεις και δείχνουν πόσο ημιτελής είναι ακόμα η εικόνα εύρεσης μας. Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση από αγκάθια των ιρανικών αξόνων βρίσκεται στο ..

Jung, R. 2015. "Vom Stechen zum Hauen – die Verbreitung neuer Schwerter am Ende des zweiten Jahrtausends v.u.Z.," in Krieg – eine archäologische Spurensuche, ed. Harald Meller & Michael Schefzik, Halle (Saale) (Landesmuseum für Vorgeschichte) 2015/2016, pp. 329–332. 

https://www.academia.edu/41179725/Dragojna_Eine_sp%C3%A4tbronzezeitliche_H%C3%B6hensiedlung_in_den_bulgarischen_Rhodopen_mit_importierter_mykenischer_Keramik
Jung, R., E. Bozhinova, H. Mommsen. 2010. "Dragojna – eine spätbronzezeitliche Höhensiedlung in den bulgarischen Rhodopen mit importierter mykenischer Keramik," in Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts Athen 125, 2010 (2013), pp. 45-98.

Burkhardt, L. ."Ada Tepe - A gold mine for the Mycenaeans? Cultural interrelations between the balkans and greece in the 2nd Mill. bc,"

https://www.ceeol.com/search/article-detail?id=779151
Valeria Fol. 2018. Mycenaean Thrace – a Theme to be Continued,"  Thracia 24, pp. 17-28.

https://www.jstor.org/stable/25684288
Molloy, B. 2010. "Swords and Swordsmanship in the Aegean Bronze Age," American Journal of Archaeology 114 (3), pp. 403-428.

ΠΛΕΟΝ ΠΡΟΣΦΑΤΟΣ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: 1911123

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου