Στο πόνημα του Α.-Φ. Χριστίδη[*] Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 9 εξετάζεται Η συνάντηση της αρχαίας ελληνικής με άλλες γλώσσες.
Ειδικώτερα για την συνάντηση με την Αιγυπτιακή ο καθηγητής του ΕΚΠΑ σημειώνει (σε σκίαση του υπογράφοντος):
Ελληνική και αιγυπτιακή**
Ο πολιτισμός της Αιγύπτου ήταν πολύ παλιότερος από τον ελληνικό. Αυτό το ήξεραν οι αρχαίοι Έλληνες και γι' αυτό περιέβαλλαν με ιδιαίτερο θαυμασμό τον αιγυπτιακό πολιτισμό. Ο Πλάτωνας μιλάει πολύ συχνά για τους Αιγύπτιους. Ο ιστορικός Ηρόδοτος, παλαιότερος από τον Πλάτωνα, δίνει πολλές πληροφορίες για την Αίγυπτο.
Από την αιγυπτιακή γλώσσα μπήκαν στην ελληνική γλώσσα οι λέξεις ἶρις 'κόρη του ματιού' και η λέξη πάπυρος. Οι Μακεδόνες κατακτούν την Αίγυπτο γύρω στο 330 π.Χ. και για χίλια και πλέον χρόνια,[6] μέχρι την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Άραβες, η ελληνική χρησιμοποιείται ως γλώσσα της διοίκησης. Δεν φαίνεται ωστόσο να επηρέασε ιδιαίτερα την αιγυπτιακή γλώσσα. Παρέμεινε γλώσσα της διοίκησης. Τα πράγματα αλλάζουν με την επικράτηση του χριστιανισμού. Οι χριστιανοί Αιγύπτιοι, οι Κόπτες, δανείζονται μαζικά από τα ελληνικά.
Χρησιμοποιούν μάλιστα το ελληνικό αλφάβητο (βλ. διάγραμμα, εικόνα), προσαρμοσμένο στις ανάγκες της γλώσσας τους.
Ελεφαντοστέϊνη κτένα με Ελληνική επιγραφή (Αίγυπτος 5/6 αι. μ.Χ) εικονίζουσα απονομή τιμής στην Ελλανία εν συνεχεία λογοτεχνικού ή θεατρικού αγώνος (https://www.louvre.fr/en/oeuvre-notices/comb)[7]
Από μέρους μας θα παρατηρούσαμε αρχικά την επανάληψη στην αρχή του σχετικού κειμένου ενός στερεοτύπου ότι δηλαδή ο πολιτισμός της Αιγύπτου ήταν πολύ παλιότερος από τον ελληνικό. Αυτή η άποψη κάθε άλλο παρά αναμφισβήτητη είναι, πολύ κακώς δε υιοθετείται άκριτα (ή κατ' επιλογήν) από τον καθηγητή, μάλιστα χωρίς αναφορά στην αντίθετη άποψη. Συνοπτικά επ' αυτού αναπαράγω σχετικό απόσπασμα εργασίας του υπογράφοντος,[8] κατά την οποία:
Απέναντι στον Αιγυπτιακό πολιτισμό οι πλείστοι ερευνητές ακολουθούν την πεπατημένη που θέλει τα επιτεύγματά του να υπερτιμώνται. Έτσι ο Ζαν Χριστιανίδης σημειώνει ότι στην Αίγυπτο, μεταξύ 3500 και 3000 π.Χ, έλαβε χώραν η πρώτη ‘αστική’ επανάσταση,[9] μεταφράζοντας με τον αδόκιμο αυτόν όρο την ραγδαία αστικοποίηση,[10] ήτοι την δημιουργία αστικών οικιστικών κέντρων. Όμως το φαινόμενο της ραγδαίας αστικοποιήσεως στην συγκεκριμένη περιοχή δεν εκφράσθηκε έντονα, σε αντίθεση με ότι συνέβη στην Μεσοποταμία,[11] αφού έως την Ελληνιστική περίοδο και μέχρι την ανάπτυξη της Αλεξανδρείας, αυτή εστερείτο μείζονος αστικού κέντρου.[12] Η αστικοποίηση στην χώρα του Νείλου καθυστέρησε την εμφάνισή της, υπήρξε δε και μικρής κλίμακας εν σχέσει, επί παραδείγματι, με τον Ελλαδικό χώρο. Πράγματι ενώ ήδη περί το 5000 π.Χ. στο Σέσκλο ανθούσε οικισμός 5000 κατοίκων σε έκταση περί τα 200 χιλ. τ.μ. στην Αίγυπτο δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα οι σημαντικοί οικισμοί Merimda Beni Salama και Maadi διέθεταν περίπου 2000 κατοίκους έκαστος στερούμενοι, όμως, εμφανών ενδείξεων κοινωνικής διαφοροποιήσεως, όσους περίπου και η Ιεράκωνπόλις και η Naqada, κέντρο του ομώνυμου προδυναστικού πολιτιστικού κύκλου![13] Είναι χαρακτηριστικό ότι νεώτερες χρονολογήσεις τοποθετούν την εμφάνιση μόνιμων οικισμών στην Αίγυπτο και την εγκατάλειψη του νομαδισμού στην βραχεία περίοδο μετά το 3800 π.Χ. περίπου, με την διαδικασία να ακολουθείται από την ίδρυση κεντρικής κρατικής οντότητος περί το 3100 π.Χ.[14] Άλλωστε θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα και με τον καθηγητή Θεοχάρη, η Αίγυπτος άργησε να εισέλθη στην Νεολιθική Εποχή κατά δύο χιλιετίες περίπου εν σχέσει πρός το Αιγαίο,[15] ενώ αργοπορία παρατηρήθηκε και στην εμφάνιση της γεωργίας,[16] την έναρξη της Εποχής του Χαλκού αλλά και του Σιδήρου,[17] με την τελευταία να εγκαινιάζεται από τους Φιλισταίους.[18]
Από την άλλη ο καθηγητής σημειώνει την εισαγωγή Αιγυπτιακών λέξεων στην Ελληνική παραθέτοντας δύο παραδείγματα: της ίριδος και του παπύρου. Χωρίς να αρνούμαστε την εισαγωγή Αιγυπτιακών λέξεων στην Ελληνική[19] σημειώνουμε ότι τα παραπάνω παραδείγματα μόνον ως πρόχειρα και μάλλον ανεπιτυχή μπορούν να θεωρηθούν. Πράγματι σύμφωνα με το λήμμα IRIS της WIKIPEDIA η λέξη ίρις ετυμολογείται ως ακολούθως:
From Middle English [Term?], from Latin īris, from Ancient Greek ἶρις (îris, “rainbow”), from Proto-Indo-European *wey-ro- (“a twist, thread, cord, wire”), from *weh₁y- (“to turn, twist, weave, plait”). Cognate to English wire.
ήτοι της αποδίδεται Πρωτο-Ινδο-Ευρωπαϊκή προέλευση από την ρίζα *weh₁y-, ή την ρίζα wei-1 σύμφωνα με τον Watkins.[20]
Το ίδιο ανεπιτυχής φαίνεται και η απόδοση της λέξεως πάπυρος στην Αιγυπτιακή γλώσσα .. Πράγματι σύμφωνα με το λήμμα PAPYRUS της WIKIPEDIA η λέξη ετυμολογείται ως ακολούθως:
From Middle English papirus, borrowed from Latin papȳrus, from Ancient Greek πάπυρος (pápuros), of unknown origin.
δηλαδή η Ελληνική λέξη θεωρείται ως αγνώστου προελεύσεως. Από την άλλη το On Line Etymology Dictionary αναφέρει:
a loan-word of unknown origin, often said to be Egyptian
το δε Frisk Etymological English γράφει:
Etymology: Foreign word of unknown origin.
αφήνοντας και αυτό ανοικτό το θέμα που η Ελληνόφωνη επιστήμη θεωρεί λυμένο ..
Άλλωστε η Ancient History Encyclopaedia (λήμμα Egyptian Papyrus) σημειώνει:
Papyrus is the Greek name for the plant and may come from the Egyptian word papuro (also given as pa-per-aa) meaning 'the royal' or 'that of the pharaoh' because the central government had control of papyrus processing as they owned the land and, later, oversaw the farms the plant grew on.
ενώ ο Beekes την χαρακτηρίζει ως δάνεια αλλά αγνώστου προελεύσεως.[21]
Με το θέμα της υιοθετήσεως Αιγυπτιακών λέξεων από μέρους της Ελληνικής έχει ασχοληθεί και η Sofia Torallas Tovar,[21a1] η οποία προέβη μάλιστα σε σχετική διάλεξη στο Oriental Institute όπου καλούσε το ακροατήριό της να ακούσει τις αρχαίες αιγυπτιακές φωνές στην Αθήνα, εξερευνώντας τις Χοηφόρους και άλλες πηγές που πιστοποιούν την γλωσσική επαφή Ελλάδος - Αιγύπτου πριν από την κατάκτηση του Αλέξανδρου.
Αναφορικά με τα υποστηριζόμενα από την Sofia Torallas Tovar σημειώνουμε ότι οι αναφερόμενες από την ερευνήτρια λέξεις δεν ενετάχθησαν ουσιαστικώς στην Ελληνική, η όποια δε χρήση τους φαίνεται οριακή και συχνότατα σχετίζεται με την μεταγραφή τους στην Ελληνική παρά στην είσοδό τους στο Ελληνικό λεξιλόγιο! Επί των παραδειγμάτων τα οποία έχει φέρει στο φώς[21a2] σημειώνουμε τα εξής:
Η λέξη βᾶρις, ιδος ονομάζουσα τύπον Αιγυπτιακού σκάφους του Νείλου εμφανίζεται στην Ελληνική γραμματεία από τον Ηρόδοτο (Hdt.2.41) και τον Αισχύλο (Aesch. Pers. 553 & Aesch. Supp. 873), κυρίως όμως αργότερα από τον Ιώσηπο κ.α.
Η λέξη σινδόνη, σινδονιάζω, σινδόνιον, σινδόνιος χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό υφάσματος - ενδύματος από την ύστερη αρχαιότητα και μετά, από την Ελληνιστική εποχή, σε μαγικούς παπύρους, στο σωμα έργων του Γαληνού, σήμερα δε έχει ευρεία χρήση. Από πλευρά ερευνητών θεωρείται σημιτικό δάνειο, συνδεόμενο με το Ακκαδικό saddinu / sattinu.
Αιγυπτιακή είναι και η λέξη χάμψα, ονομάζουσα τον κροκόδειλος, απαντάται δε στον Ηρόδοτο, Hdt.2.69, αλλά και στον Αισχύλο (Aesch. Supp. 878).
Το νίτρον, συνδεόμενο με το Αιγυπτιακό ntirj 'natron', εμφανίζεται στον Ηρόδοτο, την Σαπφώ (Sapph.165), τον Αριστοτέλη (Arist. Mete.383b12) κ.ά.
Εξαιρετικά σπάνια είναι η χρήση ονομάτων λοιπών Αιγυπτιακών φυτών ή αρωμάτων όπως τα: (α) ἄμι (ἄμμι), (β) κίκι (Hdt.2.94), (γ) κόμμῐ (Hdt.2.86,96), (δ) κῦφι, εος (Dsc.1.25, Plu. 2.372d, 384b, Gal.13.199), (ε) σάμψουχ-ον (Paus.9.28.3 κά.), (ζ) στίμμι (κόνις αντιμονίου για καλλωπισμό, Erot., POxy.1088.10 (i A.D.), Plin.HN33.101 κ.α.), (η) ψάγδᾱν (Αιγυπτιακή αλοιφή, Eub.102 κ.α.), (θ) ἀλάβης (ιχθύς του Νείλου, Str.17.2.4, Ath.7.312b κ.α.), (ι) κᾰλάσῑρις (Αιγυπτιακό ένδυμα, Hdt.2.81, Cratin.30 κ.α.), (κ) καρβᾶνα (A.Supp.914 κκ.α.), όπου όμως οι λέξεις χρησιμοποιούνται περισσότερον ως μεταγραφή στην Ελληνική των Αιγυπτιακών λέξεων, παρά ως δάνεια!
Αντίθετα η λέξη κύμινο απαντάται στην Ελληνική ήδη από την Μυκηναϊκή Γραμμική Β', ενώ ο 'Αιγύπτιος' Πυθεύς από την Ναύκρατιν, που αναφέρεται στην επιγραφή Lindos II 16, δεν φαίνεται Αιγύπτιος αλλά Αἰγ̣-[ινάτας]! Αντίθετα ο Παῆσις, αναφερόμενος στο σώμα παπύρων του Ζήνωνος (P.Cair. Zen. 3 59481) καθώς και σε αναθηματική δίγλωσση Αθηναϊκή στήλη, πιθανώς είναι σκοτεινής προελεύσεως, όπως πιθανώς και ο Δινίας.
Σημειώνεται ότι ο ίδιος καθηγητής ορθά υποστηρίζει ότι η Ελληνική γλώσσα εμφανίσθηκε κατά πρώτον καταγεγραμμένη στην Γραμμική Β την οποία - όμως - χρονολογεί, το ενωρίτερον, στον 14 αι. π.Χ.[22] Όμως τα τεκμήρια της Γραμμικής Β’ είναι παλαιότερα. Πράγματι το 1994 η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας, κατά την διάρκεια ανασκαφών σε λοφίσκο της κοινότητας Καυκανιάς, έφερε στο φώς προϊστορικό κτίσμα, καθώς και κροκάλη η οποία διέθετε στην μία πλευρά διπλόν πέλεκυ και στην άλλη επιγραφή της Γραμμικής Β’. Η επιγραφή χρονολογήθηκε στον 17ο αιώνα π.Χ., κατακτώντας την θέση της παλαιότερης επιγραφής σε Γραμμική Β’,[23] ξεπερνώντας αυτήν από την Ίκλαινα Μεσσηνίας, χρονολογούμενη μεταξύ 1450-1350 π.Χ., η οποία εντοπίσθηκε από τον Κοσμόπουλο.[24] Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η Γραμμική Β’ χρονολογείται παλαιότερα από τον 14 αι., ενώ προσθέτουμε ότι η Γραμμική Α’, από το 2000 π.Χ. περίπου,[25] χρησιμοποιήθηκε από τους Μινωΐτες για την απόδοση άγνωστης γλώσσας, στην οποίαν όμως μερίδα μελετητών έχει εντοπίσει Ελληνικά στοιχεία.
Xάραγμα / γράφημα ωροσκοπίου στην Ελληνική από την Άβυδο (353 μ.Χ., Kouymjian 2008, p. 105, fig. 5)
Φαίνεται λοιπόν ότι ο καθηγητής μάλλον διακατέχεται από την διάθεση να περιορίσει χρονικά τα τεκμήρια της Ελληνικής γλώσσας. Άλλωστε σε άλλη περίπτωση εμφανίζεται να υποστηρίζει την χρονολόγηση του Μινωικού πολιτισμού στην διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.,[26] ενώ η σύγχρονη επιστήμη τοποθετεί την έναρξή του στο 3500 π.Χ.,[27] ίσως όμως μιάμισυ χιλιετία διαφορά δεν είναι πολύ για την επιστημοσύνη μερίδας της Ελληνόφωνης επιστήμης.
Αξιοσημείωτη είναι και η άποψη του γλωσσολόγου καθηγητή ότι η - μή Ελληνική κατ’ αυτόν - γλώσσα που αποδίδεται με την Γραμμική Α' ομιλείτο στην περιοχή πριν την μεταναστευτική κάθοδο των ελληνοφώνων, ήτοι – κατά τον ίδιο πάντα - των Αχαιών, Ιώνων και Δωριέων .. οι οποίοι έφεραν μαζύ τους ελληνικές ποικιλίες [όχι γεωμήλων αλλά ..] της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας που αναμείχθηκαν με τις τοπικές προ-ελληνικές γλώσσες ... [28] Τόσον ο καθηγητής Χριστίδης, όσον και ο σχολιαστής του βιβλίου του επίσης καθηγητής Αρχάκης, μοιάζουν να ξεχνούν ότι δεν υπάρχουν αρχαιολογικά τεκμήρια πιστοποιούντα τέτοιες μεταναστεύσεις, πολύ περισσότερο που η λέξη κάθοδος σημαίνει (και) την επιστροφή, επανάκαμψη στα πάτρια,[29] (πρβλ. Κάθοδο των Μυρίων ..). Μόνον στην Νέα Ελληνική η λέξη έχει την αποκλειστική σημασία του κατεβαίνω, μόνη ως φαίνεται αναγνωριζόμενη από αμφοτέρους τους παραπάνω πανεπιστημιακούς.
Πάπυρος του τρίτου αι. μ.Χ. ο οποίος διασώζει παραγγελία του Έλληνα Ηρακλείδη στον αδελφό του Πετεψαίτι (;) για την αγορά τροφίμων[a]
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το αναφερόμενο ότι η Ελληνική παρέμεινε γλώσσα της διοίκησης και δεν επηρέασε ιδιαίτερα την Αιγυπτιακή γλώσσα ..[30] όλα αυτά παρ' όλον ότι η Αιγυπτιακή (στην Κοπτική μορφή της) υιοθέτησε το Ελληνικό αλφάβητο και ενέταξε στο λεξιλόγιό της περί τις 5000 Ελληνικές λέξεις ..,[31] παραπάνω από όσες χρησιμοποιεί ο μέσος αμόρφωτος της εποχής της μακράς κώμης και της φαιδράς πορτοκαλέας! Σε δυο-τρείς σειρές ή μάλλον αράδες ο Τάσος Χριστίδης, ίσως με κάποια αποστροφή, περιγράφει – απευθυνόμενος σε Έλληνες μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως κατ’ εντολήν του ‘Ελληνικού’ Υπουργείου Παιδείας – αυτό που ξένοι ακαδημαϊκοί χαρακτήρισαν ως την πιο ευρεία και πυκνά τεκμηριωμένη περίπτωση γλωσσικής επαφής στην αρχαιότητα ..[32] Η ελλειπτική και ανεπαρκής διήγησή του δίδει στον Έλληνα μαθητή μια στρεβλή εικόνα της επιρροής της Ελληνικής γλώσσας στην Αίγυπτο επί σειρά αιώνων .. φαίνεται όμως ότι αυτό είναι το ζητούμενο.
Βέβαια στο εδώ σχολιαζόμενο έργο ούτε λόγος δεν γίνεται για την ύπαρξη δίγλωσσων Αιγυπτίων,[33] όπως ο Διόσκορος από την Αφροδιτόπολη του έκτου αι. (!),[34] ούτε για την προσπάθεια αρκετών κατοίκων της Αιγύπτου να διδαχθούν την Ελληνική μέσω αποσπασμάτων από τους κλασικούς.[35] Το γεγονός ότι κατά την περίοδο από το 100 έως περίπου το 300 μ.Χ., ήτοι για δύο αιώνες, ένας Αιγύπτιος που ήθελε να γράψει μια επιστολή σε έναν συνάδελφο Αιγύπτιο έπρεπε να το κάνει στα Ελληνικά, αυτό από τον καθηγητή μας αγνοείται και αποσιωπάται ηχηρά![36] Άλλωστε στα γνωστά προφητικά ερωτήματα (oracle questions) των χωρίων του Fayum – Αρσινόης, τα οποίο καταγράφονταν από Αιγυπτίους ιερείς για λογαριασμό χωρικών και απευθύνοντο σε Αιγυπτίους θεούς, άρχισε να υιοθετείται πλέον η Ελληνική αντί της Δημοτικής.[37] Άλλωστε έναν αιώνα πρίν, κατά τα τέλη της Πτολεμαϊκής περιόδου σε ορειχάλκινη πινακίδα ο Αιγύπτιος ιερέας Psenpchois – Πτολεμαίος μεταξύ των άλλων τίτλων του παρουσιάζεται και ως γραφέας Ελληνικών γραφών. Οι μεταφράσεις έργων μεταξύ των δύο γλωσσών, η αλληλεπίδραση και ο δανεισμός δεν αναφέρονται κάν σάν να άφησαν ανεπηρέαστη την ζώσα καθομιλουμένη γλώσσα, επηρεάζοντας μόνον τον χώρο της διοικήσεως .. Σημειώνεται ότι σε πληθώρα ιδιωτικών κειμένων π.χ. από το αρχείο Kellis (Ismant el-Kharab στην όαση Dakhleh) αλλά και από άλλα μέρη της Αιγύπτου πιστοποιείται η χρήση των δύο γλωσσών πολλές φορές μαζύ στο ίδιο έγγραφο.[38] Όμως και στην Νουβία, ήτοι στο βόρειο τμήμα της χώρας του Νείλου και στο νότιο του σημερινού Σουδάν, η Ελληνική ‘εγκαταστάθηκε’ επί μιάμισυ περίπου χιλιετία μέσω του Ελληνιστικού παραδείγματος και της πολιτιστικής ακτινοβολίας αρχικά αλλά και με όχημα τον Χριστιανισμό εν συνεχεία, επί μακρό διάστημα ως και μετά την Αραβική κατάκτηση![39] Αξιομνημόνευτη είναι η άποψη του Burstein σύμφωνα με τον οποίο:-[39a]
Θα προσπαθήσω να διηγηθώ μια διαφορετική αλλά σχετική ιστορία, αυτή του ρόλου της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού στην αρχαία και μεσαιωνική Νουβία. .. Χρονολογικά [η επίδραση ..] εκτείνεται σχεδόν μιάμιση χιλιετία από την ελληνιστική περίοδο έως το τέλος του Μεσαίωνα. Είναι επίσης μια ιστορία που δεν μπορούσε καν να ειπωθεί μέχρι πρόσφατα. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στην έλλειψη πηγών που είναι ο όλεθρος όλων των αρχαίων ιστορικών.
Κατά την εποχή της Αραβικής κατακτήσεως της το 641 μ.Χ. η Αίγυπτος ήταν μια επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπου ομιλούντο η Κοπτική και η Ελληνική. Η άποψη ότι υπήρχε μια σαφής διχοτομία μεταξύ μιας πλειοψηφίας στην ύπαιθρο ομιλούσης την Κοπτική και ακολουθούσας τον Μονοφυσιτισμό και μιας εξελληνισμένης, ελληνόφωνης, Χαλκηδονιακής[40] (και εβραϊκής) μειονότητας που κυριαρχούσε στις αστικές περιοχές, έχει πρόσφατα τεθεί υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Η κατάσταση υπήρξε πιό περίπλοκη, με την Κοπτική και την Ελληνική να χρησιμοποιούνται τόσον εντός όσον και εκτός των πόλεων από όλες τις θρησκευτικές κοινότητες, είτε επρόκειτο για ομάδες ξένων αφιχθέντων κατά το παρελθόν, είτε για συνειδητά εξελληνισμένες, ακόμη δε και για Αιγυπτίους οι οποίοι προχώρησαν ενσυνείδητα στην σχετική επιλογή. Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές ότι ολόκληρος ο αιγυπτιακός πληθυσμός δεν υπήρξε πλήρως δίγλωσσος αλλά ούτε και γλωσσικά συνεπής / καθαρός. Στην χώρα εχρησιμοποιούντο αρκετές κοπτικές διάλεκτοι, από τις οποίες η Άνω Αιγυπτιακή Σαχιδική ήταν η πιο σημαντική. Στην Άνω Αίγυπτο, που απείχε περισσότερο από την βυζαντινή Αλεξάνδρεια, τα Ελληνικά ήταν πολύ λιγότερο εδραιωμένα από ό,τι στην όαση του Δέλτα και του Φαγιούμ (Αρσινόης) πιο βόρεια - συνθήκες που θα επηρέαζαν τις γλωσσικές εξελίξεις στο Ισλάμ.[41]
Ακόμη πιο αξιοσημείωτη είναι η επιβίωση της ελληνικής γλώσσας μετά την αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου.[41a1] Ο Καθηγητής Μostafa El-Abbadi του Πανεπιστημίου της Αλεξανδρείας αναφέρει ότι έναν αιώνα και πλέον μετά την κατάκτηση από τους Άραβες, η Δαμασκός και η Αλεξάνδρεια συνέχιζαν να έχουν τα Ελληνικά ως επίσημη γλώσσα του κράτους.[41a2] Πράγματι Άραβες γεωγράφοι έχουν ισχυριστεί ότι οι Νούβιοι είχαν βιβλία στα ελληνικά και προσεύχονταν στα ελληνικά, οι ισχυρισμοί τους δε επιβεβαιώθηκαν πλήρως από την εκστρατεία αρχαιολογικής διασώσεως υπό την αιγίδα της UNESCO. Έχουμε τώρα εκατοντάδες ελληνικές επιγραφές και γραφήματα (γκράφιτι), καθώς και τα ερείπια του καθεδρικού ναού στο Qasr Ibrim, ο οποίος καταστράφηκε σε αιγυπτιακή επιδρομή το 1173 μ.Χ. με επικεφαλής τον Shams ed-Dawla Turanshah, τον αδελφό του διάσημου Saladin.[42]
Δίγλωσσος πάπυρος (Δημοτική και Ελληνική) του τρίτου αι. μ.Χ. με μαγικoύς εξορκισμούς και συνταγές (London Magical Papyrus, A.D. 200–225, Romano-Egyptian. Papyrus and ink, 9 7/16 × 33 5/8 in. The British Museum, EA10070,2).
Ρωμαίος εκατόνταρχος ονόματι Αυρήλιος χάραξε το όνομά του στην Ελληνική
στον βράχο στον λόφο-οχυρό των Γαραμάντων του Ζινκέκρα βαθιά
στην έρημο Σαχάρα - Λιβύη[43]
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΙΔΗ
Στο μικρό, ολίγων μόλις γραμμών, απόσπασμα του ανωτέρω το οποίο σχολιάζεται εδώ μας έκανε εντύπωση μια σειρά αδυναμιών, οι οποίες δεν συνάδουν με το μορφωτικό επίπεδο του συγγραφέα, πολύ περισσότερο με αυτό καθηγητού του πανεπιστημίου. Άλλωστε κείμενα απευθυνόμενα προς τους μαθητές θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικά μελετημένα, ώστε οι μαθητές να μορφώνονται για την ορθή χρήση της γλώσσας και διά του παραδείγματος. Μερικές από τις αδυναμίες επισημαίνουμε παρακάτω: