Απλός φύλαρχος λοιπόν ο Μένιος (καθ' ημάς Αγαμέμνων ..)
σχόλια επί πονήματος εισαγωγικού μονογραφίας τινός ..
Ο Άγγελος Χανιώτης είναι διακεκριμένος πανεπιστημιακός με δραστηριότητα σε κορυφαία πανεπιστήμια της Ευρώπης και των ΗΠΑ, ενώ έχει αισθητή παρουσία και στα ακαδημαϊκά και εν γένει πνευματικά πράγματα της χώρας μας. Ως ιστορικός διεθνούς εμβέλειας εξειδικεύεται στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο και την Επιγραφική, εδώ όμως θα μας απασχολήσουν κάποιες απόψεις του, περιλαμβανόμενες στην εισαγωγή του πρόσφατα εκδοθείσας μονογραφίας ιστορικού περιεχομένου. Πρόκειται γιά το έργο Όμηρος και Ανατολή στο σταυροδρόμι του Αιγαίου, Ιστορία, Αρχαιολογία, Μυθολογία,[1] όπου ο προβεβλημένος καθηγητής προβαίνει σε κάποιες δηλώσεις - επισημάνσεις που μάς κέντρισαν το ενδιαφέρον ώστε να τις σχολιάσουμε, στο μέτρο βέβαια των δικών μας δυνατοτήτων ..
Α' ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Των Ελλήνων οι κοινότητες εν σχέσει με τα κράτη της ΥΕΧ
Στην σελ. 16 αναφέρει:
Στα δίκτυα αυτά έπαιζαν ενεργό ρόλο η Αίγυπτος, οι μεγάλες αυτοκρατορίες των Χετταίων και αργότερα των Ασσυρίων, πληθώρα μικρότερων βασιλείων και κρατών και, στη δυτικότατη περιφέρειά του, «των Ελλήνων οι κοινότητες».[α]
Στο σημείο [α] ο καθηγητής αναφέρεται στα δίκτυα πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων στο δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και τους πρώτους αιώνες της επόμενης, στα οποία δραστηριοποιούνται η Αίγυπτος, αυτοκρατορίες (των Χετταίων και εν συνεχεία των Ασσυρίων), πληθώρα βασιλείων και κρατών (;) και, τέλος, 'των Ελλήνων οι κοινότητες' (!) οι οποίες φαίνεται να μην συνιστούν παράγοντα συγκρίσιμο με την Αίγυπτο, ούτε με τις αυτοκρατορίες, ούτε καν με τα λοιπά βασίλεια και κράτη (;).. Πέραν από την παρατήρηση για την από μέρους του διαφοροποίηση βασιλείων και κρατών, που μας φαίνεται ακατανόητη και ίσως οφείλεται σε αβλεψία, θα πρέπει να σημειωθεί κατ' αρχήν ότι η Χεττιτική Αυτοκρατορία διελύθη περί το 1200 π.Χ. και, βεβαίως, περαιτέρω συμμετοχή της σε οποιαδήποτε δίκτυα δεν νοείται ..
Μας προξενεί, λοιπόν, απορία το γεγονός ότι οι Έλληνες εμφανίζονται σε αυτήν την εισαγωγή ως 'κοινότητες'[2] παραπέμποντας σε ρήση σύγχρονου τραγουδοποιού, που μοιάζει να χρησιμοποιείται εδώ για να αποκρυβεί κάτι 'ανείπωτο' και ίσως γιά να δοθεί ένας πιό ανάλαφρος τόνος στην δήλωση, σε συμφωνία και με το 'αβαρές' του τραγουδιού ... Τι εννοεί ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός με αυτήν την έκφραση: μήπως ότι οι Έλληνες απέκτησαν συνείδηση της ταυτότητάς τους μόνον κατά τους Περσικούς πολέμους,[3] όπως υποστηρίζει ο Lund,[4] δημοφιλής και σεβαστός σε βιβλίο σειράς της οποίας ο ίδιος ως άνω έχει την ευθύνη;[5] Μήπως ότι η αναφορά 'Ελληνες' έχει ως περιεχόμενό της την γλωσσική ταυτότητα των 'κοινοτήτων' οι οποίες όμως δεν έχουν ολοκληρωθεί ως έθνος; Σχετική είναι και η απορία μας άν η κρυπτική και συγκεκαλυμμένη ορολογία του ερευνητού έχει σχέση με την άποψή ότι 'των Ελλήνων οι κοινότητες' δεν είχαν φθάσει ακόμη στην δημιουργία πολιτικών οντοτήτων, δεν είχαν δηλαδή οργανωθεί σε κράτος, παραμένουσες 'κοινότητες', μάλλον όμως κοινότητες με κοινόν την γλώσσα; Στο σημείο αυτό θα επανέλθουμε κατωτέρω στην Β' Παρατήρησή μας, πρός το παρόν όμως θα προβούμε σε λίγα ακόμα σύντομα και σχετικά σχόλια.
Πολιτικός χάρτης Α. Μεσογείου κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού[6]
Αυτό που ο καθηγητής αποκαλεί 'των Ελλήνων οι κοινότητες' είχε από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (ΥΕΧ) αποκρυσταλλωθεί σε μιά σειρά κρατικών οντοτήτων, η δε Μυκηναϊκή ισχύς αναγνωριζόταν ως μία από τις μείζονες της περιόδου, μαζύ με της Αιγύπτου, Ασσυρίας και Βαβυλώνας.[7] Επίσης η Κύπρος, περισσότερο ή λιγότερο 'εξελληνισμένη' έπαιζε σημαντικό ρόλο στα πράγματα της εποχής στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αντιγράφω εδώ απόσπασμα από βιβλίο μου για τους Χετταίους:[8]
Υπέρ της απόψεως για την διεθνή αποδοχή και αναγνώριση της Μυκηναϊκής ισχύος ακόμη και κατά τα τέλη του 13ου αιώνος συνηγορεί και η γνωστή συνθήκη Sausgamuwa (CTH 105) την οποία υπέγραψε ο Tudhaliya IV με τον υποτελή ηγεμόνα του Amurru (πρωτεύουσας του βασιλείου των Αμοριτών στον σύγχρονο Λίβανο). Σε αυτήν αναφέρονται οι μεγάλοι βασιλείς, ‘που έχουν το ίδιο κύρος’ με τον Χετταίο βασιλέα, και καταγράφονται οι βασιλείς της Αιγύπτου, της Ασσυρίας, της Βαβυλώνας και της Αχιγιάβα, παρ’ ότι η φράση για τον Αχαιό βασιλιά σβήστηκε εκ των υστέρων. Άλλωστε και ο γνωστός μελετητής Cline περιλαμβάνει τους Μυκηναίους στις Μεγάλες Δυνάμεις της Μεσογείου του 13ου αιώνος π.Χ. Αξίζει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι κατά την περίοδο της Αμάρνα η Αίγυπτος ενέτασσε στην ομάδα των ‘Μεγάλων Δυνάμεων’ την Arzawa, συνεργασθείσα κατά περιόδους με τους Αχαιούς, όπως και την Κύπρο (Alashiya), του ευρύτερου ελληνικού πολιτιστικού χώρου της Μυκηναϊκής Κοινής.
Η ομάδα 'G8' (!) της ΥΕΧ (κατά Cline)
Θα ήθελα να προσθέσω στο σημείο αυτό ότι την κατάρρευση των Χετταίων ακολούθησε η δημιουργία πολιτικών οντοτήτων στην Κιλικία και Β. Συρο - Παλαιστίνη ως αποτέλεσμα πληθυσμιακών μετακινήσεων, σχετιζομένων και με το φαινόμενο των Λαών της θάλασσας. Στις μετακινήσεις αυτές συμμετείχαν και κάτοικοι του Ελλαδικού χώρου, μάλιστα οι συγκεκριμένες οντότητες είχαν Ελληνικά εκ παραφθοράς ονόματα: Quwê / Que ή Hiyawa (εκ του Αχιγιάβα / Αχαιός) αλλά και Patina/Unqi & Palastin, χωρίς βέβαια το σύνολο του πληθυσμού και ο σχετικός πολιτισμός να χαρακτηρίζονται ως αμιγώς Ελληνικά. Αυτές οι πολιτικές οντότητες εσφαλμένως από μερίδα ερευνητών αποκαλούνται 'νεο-Χεττιτικές', πολύ περισσότερο δε είναι ανακριβές να υποστηρίζεται ότι ανεφύησαν εκεί 'όπου παλαιότερα υπήρχε συμπαγής χεττιτόφωνος πληθυσμός'![9] Σχετικώς με την ανακριβή αναφορά συμπληρώνω ότι ακόμη και στην Χεττιτική πρωτεύουσα ήδη από τον 13ο αιώνα π.Χ. η Λουβιανή είχε καταστεί η ευρύτερα ομιλούμενη γλώσσα![10] Παραθέτω και εδώ μικρό σχετικό απόσπασμα από το ίδιο ως άνω βιβλίο μου:[11]
Η ιδιαίτερη αυτή σχέση του Αιγαίου με την Κιλικία επιβεβαιώθηκε με την ανακάλυψη και ανάγνωση των δύο δίγλωσσων πινακίδων του Cinekoy και Karatepe. Οι παραπάνω λίθινες επιγραφές αναφέρονται στην ύπαρξη στην Κιλικία του 9ου-8ου αιώνος π.Χ. κρατιδίου το οποίο οι Ασσύριοι αποκαλούσαν Quwê ή Que στην δε Λουβιανή ιερογλυφική αποδιδόταν ως Hiyawa, με αμφότερες τις ονοματικές εκδοχές να συσχετίζονται σαφώς με τον όρο Ahhiyawa, χρησιμοποιούμενο από τους Χετταίους για τους Αχαιούς!
Πρίν κλείσουμε το συγκεκριμένο θέμα, που βέβαια είναι ευρύτατο, σημειώνουμε ακόμη την άποψη του διακεκριμένου αρχαιολόγου Renfrew αναφορικά με την Ελληνική εθνογένεση, την οποίαν αντιμετωπίζει υπό το πρίσμα της αυτοσυνειδήσεως των υποκειμένων ότι είναι Έλληνες:[12]
Φυσικά η γλώσσα είναι ένα σημαντικό συστατικό της εθνικότητας. Όσον αφορά στην αυτογνωσία του να είσαι 'Έλληνας', διαπιστώνουμε ότι ορισμένες πτυχές αυτής της αυτοπαθούς απόψεως αναπτύσσονται πολύ αργά, μερικά χαρακτηριστικά μάλιστα τόσον αργά όσον η περίοδος των Περσικών Πολέμων. Η θεμελίωση της Ελληνικής εθνικότητας (ή της έννοιας του Ελληνικού έθνους) πράγματι χρονολογούνται από την Μυκηναϊκή περίοδο και η ελληνική γλώσσα (προτείνω) είχε διαμορφωθεί στα εδάφη του σύγχρονου έθνους της Ελλάδας πολύ ενωρίτερα, κατά τη μεταγενέστερη νεολιθική περίοδο και την πρώιμη εποχή του χαλκού. Αλλά μια πλήρη αίσθηση ότι είσαι Έλληνας και η διαδεδομένη χρήση των όρων 'Έλληνες' και 'Ελλάς' ήρθε πολύ αργότερα.
Επισημαίνεται λοιπόν ότι η παραπάνω αναφερθείσα - κατά την άποψή μας υπερβαλλόντως συντηρητική - άποψη του Renfrew παρασάγγας απέχει, όπως διαφαίνεται, από τήν εδώ σχολιαζόμενη η οποία μοιάζει να περιορίζει με προκρούστεια διάθεση ακόμη περισσότερο το ιστορικό βάθος του Ελληνικού έθνους, επισημαίνουμε δε παρεμπιμπτόντως ότι και στην περίπτωση του σχολιαζόμενου βιβλίου η Ελληνόγλωσση αρχαιολογία αποδεικνύεται βασιλικότερη του βασιλέως.., όμως επί του θέματος θα επανέλθουμε.
Β' ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Ανάκτορα της Α. Μεσογείου και Ελληνικά 'ανάκτορα'
Στην ίδια σελ. 16 αναφέρει επίσης:
Σε εκείνα τα χρόνια των μυκηναϊκών διοικητικών κέντρων, που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε ‘ανάκτορα’,[β]..
Φυλαρχεία της Χαβάης[13]
Και στο σημείο αυτό διαπιστώνεται μιά ασάφεια από επιστήμονα τέτοιας στάθμης ώστε αυτή αποκλείεται (;) να είναι τυχαία. Άν έχουμε συνηθίσει να τα αποκαλούμε '
ανάκτορα'[14] και μάλιστα εντός εισαγωγικών, τότε προφανώς θεωρείται ότι δεν υπήρξαν τέτοια με την πλήρη σημασία του όρου, διότι δεν υφίστατο και η σχετική κρατική οντότητα που τα απαιτεί;[15] Μήπως εννοεί ο κ. Χ. ότι οι Έλληνες (Μυκηναίοι) της Ύστερης Εποχής του Χαλκού δεν είχαν δημιουργήσει κρατικές οντότητες με διοικητικά - οικονομικά κέντρα, γραφείς κλπ. αλλά ήταν μάλλον φύλαρχοι, ήτοι αρχηγοί φυλών με οικογενειακούς - φυλετικούς δεσμούς κατά το πρότυπο που στην Αγγλική αποκαλείται chiefdom (αρχηγείο / φυλαρχείο / τοπαρχία); .. Αδίκως και ψευδώς λοιπόν οι Αιγύπτιοι, Χετταίοι και άλλοι τους αντιμετώπισαν ως μία των Μεγάλων δυνάμεων της εποχής;
Προς περαιτέρω υποστήριξη της απόψεώς μας παραθέτω εδώ απόσπασμα από το ίδιο ως άνω βιβλίο μου:[16]
Ο Uchitel, ερμηνεύοντας την σειρά Fq πινακίδων Γραμμικής Β από την Θήβα, θεώρησε εύλογη την άποψη που υποστηρίζει την υιοθέτηση από το Μυκηναϊκό κέντρο ενός δικτύου σταθμών αγγελιαφόρων, κατ’ αναλογίαν προς πρακτικές της Ανατολής (π.χ. Ur III), δηλαδή ενός θεσμού λειτουργούντος στα πλαίσια μιάς αυτοκρατορικής οργανώσεως του λεγομένου βασιλείου των Αχιγιάβα.
Γιά παράδειγμα η Μυκηναϊκή Πύλος φαίνεται ότι απετελείτο από δύο επαρχίες την Εγγύς και την Άπω, με την πρώτη συνιστάμενη από εννέα πόλεις την δε δεύτερη από επτά, μάλιστα αρχεία πήλινων πινακίδων ετηρούντο και στις πρωτεύουσες των επαρχιών, γεγονός που φαίνεται ότι ίσχυε και στις Βοιωτικές Θήβες![17] Έτσι η Νίγκλαινα ήταν μία από τις εννέα πόλεις της Εγγύς Επαρχίας, ενώ η Άπω Επαρχία με επτά πόλεις είχε πρωτεύουσα το Λεύκτρον. Συμπερασματικά λοιπόν και προκειμένου για το παράδειγμα της Πύλου τεκμηριώνεται ότι αρχεία πήλινων πινακίδων ετηρούντο όχι μόνον στο μείζον ανακτορικό κέντρο, αλλά και στις πρωτεύουσες των επαρχιών, όπως και στις εννέα συν επτά πόλεις των επαρχιών. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι και στην Θήβα έχουν ευρεθεί εγχάρακτες σφραγίδες με τον χαρακτηρισμό ‘προς Θήβα’, γεγονός το οποίο σημαίνει την ύπαρξη και εκεί γραφέων εγκατεστημένων εκτός του μείζονος ανακτορικού κέντρου. Κλείνοντας το σχετικό θέμα σημειώνουμε ότι πλείστοι ιστορικοί υποστηρίζουν την ύπαρξη κρατών στο Αιγαίο της Εποχής του Χαλκού, τόσον στην Κρήτη όσον και στον ηπειρωτικό Ελλαδικό χώρο, αυτό δε διδάσκεται, επί παραδείγματι, στο University College London![18]
Γ' ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Ο έπηλυς Απόλλων ..
Στην σελ. 17 αναφέρεται στην:
πρώτη εγκατάσταση Ελλήνων στη Βόρεια Συρία και ο πρώιμος αποικισμός .. η εισαγωγή της λατρείας του Απόλλωνα από την Ανατολή, .. Η εικόνα που συνθέτουν οι πολλές ψηφίδες των κεφαλαίων του βιβλίου είναι μια εικόνα όσμωσης και αλληλεπιδράσεων, η εικόνα ενός ελληνικού κόσμου που συμμετέχει ενεργά στα δρώμενα ενός ευρύτερου γεωγραφικού χώρου.
Επειδή φοβούμαι ότι ήδη τείνω να καταχρασθώ του χρόνου θα προσπαθήσω επιγραμματικά να σχολιάσω μερικά ακόμα σημεία της προαναφερθείσας εισαγωγής τα οποία δεν με ευρίσκουν σύμφωνο. Στην τελευταία, και όχι μόνο, η εξέταση του θέματος μοιάζει να διεξάγεται υπό το πρίσμα ενός πράγματι υπάρχοντος γεωγραφικού διαχωρισμού μεταξύ του Ελλαδικού χώρου (υπό την σύγχρονη εκδοχή του) και αυτού της Ανατολίας. Αυτός ο γεωγραφικός διαχωρισμός ουδέποτε υπήρξε σε πολιτιστικό πλαίσιο, τουλάχιστον όχι πριν την Γενοκτονία των Ποντίων και την καταστροφή του 1922 που ακολουθήθηκε από βίαιη εκρίζωση εκατομμυρίων Ελλήνων από τις πατρογονικές Μικρασιατικές εστίες τους .. Αντίθετα ο ευρύτερος Ελλαδικός χώρος περιελάμβανε τουλάχιστον την παράλια Ανατολία έως και την Κιλικία.. Από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (ΠΕΧ) η Ανατολία ενεφανίζετο (και εν μέρει παραμένει!) διηρημένη μεταξύ της λεγομένης δυτικής και ανατολικής πολιτιστικής σφαίρας με εκπροσώπους την Τροία και το Alişar αντιστοίχως. Άν λοιπόν ένας Αμερικανός[19] δικαιολογείται κάπως (;) να παρουσιάζει περίπου ως κατηγορία κατά των Ελλήνων και ως γεγονός μειωτικό αυτών (!) ότι ο Ηρόδοτος, κατήγετο από την ‘Καρική Αλικαρνασσό’ ο δε Παυσανίας, ‘από την Μικρά Ασία’ είναι ανεπίτρεπτο ένας Έλληνας του βεληνεκούς του Χ. να εμφανίζεται αγνοών την πανάρχαια οικειότητα του Ελλαδικού στοιχείου με την παράλια τουλάχιστον Ανατολία,[20] η οποία δεν υπήρξε παρά κατ' εξαίρεσιν εχθρική, αφού - πέραν των άλλων - και αυτός ο Ελληνικός θεσμός της ξενίας είχε εφαρμογή, επί παραδείγματι, και σε Λυκίους. Άλλωστε αυτή η Ελλαδική και Ελληνική οικειοποίηση τουλάχιστον της παράλιας Μικρασίας προβάλλει με σαφήνεια από τους υπάρχοντες μύθους και αντανακλάται στα άπειρα Ελληνικά τοπωνύμια, παρόντα ακόμη και σήμερα άν και παρεφθαρμένα. Να μήν ξεχάσουμε άλλωστε ότι στην ίδια περιοχή υπήρξε ήδη από την Μινωική, κυρίως δε από την Μυκηναϊκή περίοδο, μόνιμη εγκατάσταση Ελλαδιτών και Ελλήνων σε σειρά θέσεων, ενώ οι Μυκηναίοι Αχιγιάβα δραστηριοποιήθηκαν εκεί όχι μόνον εμπορικά αλλά και στρατιωτικά, για να μήν αναφερθούμε στις Αιγαιακές τοιχογραφίες του ανακτόρου της Hattusha τις οποίες πλείστοι φαίνεται να αγνοούν και άλλοι να αποκρύπτουν.
Ο Χ. εμφανίζεται επίσης σίγουρος γιά την εισαγωγή της λατρείας του Απόλλωνα από την Ανατολή,[21] όταν αυτό αποτελεί σήμερα σημείο διχογνωμιών.[22] Έτσι ο Rutherford θεωρεί ότι ο θεός ήταν μάλλον Ελληνική θεότης μεταναστεύσασα στην Ανατολία,[23] ενώ κατά τον Blasweileriler το θέμα της 'καταγωγής' του Απόλλωνος δέν έχει ακόμη επιλυθεί οριστικά.[24] Η Brittanica πράγματι αναφέρει ότι ο τύπος του θεού προέρχεται/γεννήθηκε στην Ανατολία, από όπου πέρασε μέσω Συρίας και Παλαιστίνης και στην Αίγυπτο (;). Άλλοι θεωρούν το θέμα ασαφές (Online Etymological Dictionary), οι δε Huxley & Backe-Hansen συσχετίζουν τον θεό με τον Ομηρικό / Μυκηναϊκό Παιήωνα (Ιλ. 5. 898-901, pa-ja-wo-ne).[24a] Από την άλλη ο Beekes θεωρεί ότι δεν υπάρχει Ινδο-Ευρωπαϊκή ετυμολογία για το όνομα, ενώ ο Bossert τον θεωρεί Έλληνα![25] Άλλωστε και ο Πετρόπουλος υποστηρίζει την απουσία αναφοράς του Απόλλωνος στα Μυκηναϊκά κείμενα (;), θεωρεί δε ότι ο έως τότε άγνωστος θεός εμφανίσθηκε τον όγδοο αιώνα, οπότε ο Όμηρος 'συνέταξε' (compiled) την Ιλιάδα.[26] Βέβαιος για το ότι ο Απόλλων δεν υπήρξε αρχικώς Έλλην θεός είναι ο Πετρόπουλος σύμφωνα και με άλλη εργασία του,[27] βασιζόμενος εκεί στην Lazova. Η τελευταία σε ακατάληπτο εν πολλοίς συμπίλημά της συνδέει τον Απόλλωνα με τους Υπερβορείους τους οποίους τοποθετεί στην Θράκη, ενώ πραγματοποιεί συσχέτιση του θεού με τον νεαρό θεό - υιό και σύζυγο της Μητέρας θεάς.[28] Σημειώνεται σχετικώς ότι από μέρους του Palmer ο θεός - βρέφος - άναξ της Πύλου συσχετίζεται με τον νεαρό θεό του ελεφαντοστέινου συμπλέγματος των Μυκηνών.[29] Το άρθρο της Lazova ακολουθεί την πεπατημένη της Βουλγαρικής διαστρεβλωτικής προσεγγίσεως η οποία θέλει την Θράκη διακριτή από την Ελλάδα και συσχετιζόμενη κάπως (!) με τους Βουλγάρους, εμφανισθέντες όμως στην περιοχή αιώνες μετά την έναρξη της νέας εποχής. Η όποια τεκμηρίωσή της, βέβαια, 'στηρίζεται' σε Ελληνικές επιγραφές και τεκμήρια εν γένει, όμως ούτε αυτό φαίνεται να πτοεί τον Πετρόπουλο ..
Η τυπική Ινδο - Ευρωπαϊκή θεώρηση θεωρεί τον Απόλλωνα ως μία εκδοχή ή εξέλιξη του αρχικού θεού της ιάσεως, ομόλογον προς τον Rudra,[30] δύσκολα δε μπορεί να θεωρηθεί αυτός ως εισαγωγή από την Ανατολή. Ακόμη όμως και άν υποστηριχθεί ότι οι Έλληνες συνιστούν κλάδο διασπασθέντα από έναν 'γενετικό / γλωσσικό' κορμό της Ανατολής, άποψη που δεν τεκμηριώνεται άλλωστε, και πάλι η εμφάνιση του θεού του φωτός δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εισαγωγή, αφού τότε θα συνιστούσε επιβίωση προϋπάρχουσας Ινδο - Ευρωπαϊκής (ή Ινδο - 'Γερμανικής' κατά Lund) θεότητος![31]... Σε κάθε περίπτωση το όνομα του θεού φαίνεται να απαντά στην θρυμματισμένη Κνωσιακή πινακίδα KN E 842.3 της ΥΕΧ,[32] επομένως η όποια εισαγωγή θα πρέπει να έλαβε χώραν παλαιότερα (;). Και από ποιά πηγή, μήπως από τους Χετταίους, περίπου σύγχρονους με τους Μυκηναίους;
Αξίζει να προστεθεί εδώ ότι η ετυμολογία της λέξεως Ἰωνες ή Ἰᾱ́ϝoνες θεωρείται αβέβαιη. Ο Frisk απομονώνει μια άγνωστη ρίζα, *Ia-, που προφέρεται *ya-. Ωστόσο, υπάρχουν διάφορες θεωρίες, συνδέουσες την λέξη με μια πρωτο-ινδοευρωπαϊκή ονοματοποιητική ρίζα *wi- ή *woi- που εκφράζει μια κραυγή που εκφωνείται από άτομα που τρέχουν να βοηθήσουν άλλους. Σύμφωνα με τον Pokorny, (Wikipedia, s.v. Ionians) *Ἰάονες - Iāwones θα μπορούσε να σημαίνει 'θιασώτες ή πιστοί του Απόλλωνος', με βάση την κραυγή ιέ παιάν - iḕ paiṓn που εξεφωνείτο κατά την λατρεία του. ο θεός ονομαζόταν iḕios. Από της απόψεως αυτής δηλαδή ο Απόλλων εμφανίζεται ως αναγόμενος σε παλαιά εποχή και συνδεόμενος με τους Ίωνες!
Μυκηναϊκό ελεφαντοστέινο σύμπλεγμα με την Αγία Τριάδα, όπου και ο νεαρός θεός[33]
Το όνομα
D]a-ap-pa-li-u-na-as εμφανίζεται στην συνθήκη μεταξύ του Ελληνώνυμου
Αλεξάνδρου της Τροίας (Aleksandus of Wilusa) και του Muwatalli II (περί το 1280 π.Χ.), ως
μάρτυρος θεού από την πλευρά της Τροίας, απαραίτητου - κατά τα τότε ειωθότα - για την επικύρωση της συνθήκης.[34] Το γεγονός ότι το όνομα εμφανίζεται στην σχετική Χεττιτική πινακίδα (KUB 21.1 iv 27-29) κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικτικό ή έστω ενισχυτικό της απόψεως για την εισαγωγή του θεού 'από την Ανατολή'.. Το αντίθετο μάλιστα, δεδομένου ότι η Τροία, όντας από την τρίτη χιλιετία π.Χ. κέντρο πολιτιστικού σχήματος του ΒΑ Αιγαίου (με την Λήμνο και Λέσβο), κατά την ΥΕΧ απετέλεσε μήλον της έριδος μεταξύ ποικίλων δυνάμεων, των Χετταίων μη εξαιρουμένων, ενώ ενδιαφέρον και διείσδυση επεχειρήθη αμέσως ή εμμέσως και από τους Αχιγιάβα.[35] Χεττιτικά ίχνη στην Τροία ΔΕΝ φαίνεται να υπάρχουν,[36] ενώ Ελληνικά υπάρχουν αρκετά και περισσότερα στην ευρύτερη Τρωάδα, ιδίως κατά την ΥΕ ΙΙΙa2 (ήτοι περί το 1300 π.Χ.). Αρκεί, μάλιστα, να σημειώσουμε ότι με βάση τα κοινά τεκμήρια της Μεσο-Ελλαδικής περιόδου ο Blegen έφθασε παλαιότερα να αναρωτηθεί εάν
οι δύο πληθυσμοί ήσαν συγγενείς, ενώ έχει επίσης υποστηριχθεί ότι στην πρώιμη Τροία VI εντοπίζεται η από μέρους της Τρωικής αριστοκρατίας υιοθέτηση Μινωικών στοιχείων και προτύπων, τα οποία φαίνεται ότι απετέλεσαν τάση της εποχής.[37] Ο Απόλλων πιθανολογείται ότι απετέλεσε θεότητα (και) της Λέσβου κατά την ίδια περίοδο, νήσου επίσης διαφιλονικούμενης τότε, ενώ εμφανίζεται εδώ (KUB 21.1), όπως προείπαμε, ως θεότητα σχετιζόμενη με την Τροία και όχι με τους Χετταίους.. Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τα τέλη της ΥΕΧ και στις αρχές αυτής του Σιδήρου (ΕΣ) στην περιοχή της Τρωάδος φαίνεται να βασιλεύει ο Ελληνικής συσχετίσεως Μόψος, με την επικράτειά του να περιλαμβάνει και την Λέσβο,[38] παρέχοντάς μας έτσι περισσότερα στοιχεία Ελληνικότητος ..
Μινωικός χρυσελεφάντινος νεαρός θεός[39]
Δ' ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Όσμωση ή μονόμερής επιρροή;
Στην σελ. 17 ο κ. Χ. αναφέρεται στην εικόνα όσμωσης και αλληλεπιδράσεων η οποία χαρακτηρίζει την εποχή και περιγράφεται στο βιβλίο, όμως δεν παρέχεται παράδειγμα Ελληνικής επιδράσεως στην Ανατολή, μόνον το αντίθετο .. Έτσι άν και ο καθηγητής γράφει για αλληλεπιδράσεις στην πραγματικότητα σημειώνει περιστατικά οσμώσεως, ήτοι μονόφορης μεταφοράς από το ένα μέλος (Ανατολή) προς το άλλο (Ελλαδικός κόσμος ..) παρόλον ότι - κακώς - συνδέει τα μή συνδεόμενα όσμωση και αλληλεπιδράσεις, τα οποία έχουν διάφορο εννοιολογικό περιεχόμενο.
Αυτές είναι μερικές από τις κατά την γνώμη μου σχολιαστέες θέσεις του άξιου Ακαδημαϊκού οι οποίες όμως πιθανόν και ευκτέον να αποδειχθούν ανασκευάσιμες από την πλευρά του .. Το μεγάλο θέμα των Ανατολικών επιρροών επί ου Ομήρου, αυτό του επικού κύκλου εν γένει κλπ. από μέρους του γράφοντος θα σχολιασθούν σε επόμενο στάδιο ..
Ε' ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ[40]: Πότνια asiwija
Η αναφορά Μυκηναϊκής πινακίδας του ανακτόρου της Πύλου σε Πότνια asiwija ή *Aswiya (PY Fr 1206) αντιμετωπίζεται από μερίδα ερευνητών υπό το πρίσμα αντιλήψεων οι οποίες έχουν την τάση να διαχωρίζουν την Ανατολία από το Αιγαίο, στα πλαίσια μίας υποκρυπτόμενης απόψεως η οποία συσχετίζει συνολικά την πρώτη με τους Χετταίους, αποδίδοντάς της αυθαίρετα το χαρακτηριστικό της ‘ετερότητος’ ως προς τους Αχαιούς[41].. Αυτή η θεά, διαθέτουσα και άλλους επιθετικούς προσδιορισμούς, φαίνεται να ανήκει στην χορεία των θηλυκών θεοτήτων των συσχετιζομένων με την φύση, αποτελεί δε, τουλάχιστον στην γενική μορφή της, οικείο και παλαιό χαρακτήρα στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο και ευρύτερα ήδη από την νεολιθική περίοδο.. Όμως η εδώ σχολιαζόμενη εκδοχή της η asiwija ή *aswiya θεωρείται, και αυτή, ως δάνεια και μάλιστα από την θεωρούμενη ως πολιτιστικά διακριτή και ενιαία Ανατολία,[42] πάροχο άλλωστε σειράς πολιτιστικών θραυσμάτων προς το Αιγαίο[43]..
Ο Πετρόπουλος συσχετίζει το όνομα της Πότνιας με την Assuwa,[44] προχωρά δε ένα βήμα παραπέρα σημειώνοντας ότι η θεά λατρευόταν από τις σκλάβες γυναίκες της Πύλου, τις προερχόμενες από την Ανατολία, αν και ο χαρακτήρας τους ως σκλάβων δεν είναι επιβεβαιωμένος, όπως δεν είναι βεβαία και η προέλευσή τους από την Ανατολία,[45] πολύ περισσότερο δε είναι εσφαλμένο ότι υπήρξαν ξένες (foreigners), όπως έχει αποφασίσει ο Πετρόπουλος![46] Υιοθετώντας μία των εκδοχών, ότι δηλαδή ο χαρακτηρισμός asiwija συνδέει την πότνια με την Assuwa ο Πετρόπουλος μοιάζει να αγνοεί ότι η τελευταία υπήρξε μία ισχυρή αλλά μάλλον βραχύβια ομοσπονδία 22 πόλεων, η οποία ήταν γνωστή στους Μυκηναίους, και, σε ορισμένες περιόδους τουλάχιστον, φιλική προς αυτούς.[47] Πράγματι σύμφωνα με το κείμενο KUB 26.91 (CTH 183), περιλαμβάνον επιστολή βασιλέως της Αχιγιάβα πρός τον Χετταίο ομόλογό του, στο παρελθόν είχε λάβει χώραν διπλωματικός γάμος σκοπιμότητος μεταξύ του παππού του Αιγαίου βασιλέως και πριγκίπισσας της Assuwa, γεγονός το οποίο είχε πολιτική χροιά και προεκτάσεις.[48] Η Assuwa εστράφη εναντίον των Χετταίων, πιθανότατα σε συνεργασία με τους Αχιγιάβα, καταδεικνύοντας έτσι ότι η προσέγγιση του προαναφερθέντος μελετητή να εκχωρεί την ομοσπονδία στην ‘ανατολική’ πλευρά είναι υπεραπλουστευμένη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει σχετικώς η άποψη σύμφωνα με την οποία η παραπάνω po-ti-ni-ya a-si-wi-ya ενδεχομένως δεν είναι η Πότνια - Δέσποινα της Ασίας (Assuwa) ή κάποια άλλη αλλά η Πότνια των Ίππων, δεδομένου ότι ο επιθετικός προσδιορισμός a-si-wi-ya μπορεί, ενδεχομένως, να θεωρηθεί ως σχετιζόμενος με τον ίππο, κατά το Σανσκριτικό Aśvins.[49] Σημειώνεται ότι οι Διόσκουροι παρουσιάζουν ισχυρή συσχέτιση με τους ίππους,[50] αποκαλούμενοι εναλλακτικώς και λευκοί πώλοι, γεγονός που φαίνεται να τους συσχετίζει, ενδεχομένως, με την ως άνω Πότνια Ιππεία. Τις ρίζες της λατρείας των Διοσκούρων ο Nilsson έχει συνδέσει με την Μινωική Κρήτη,[51] ενώ γενική είναι η εκτίμηση ότι αυτή αποτελεί στοιχείο της κοινής Ινδο-ευρωπαϊκής κληρονομιάς. Φαίνεται ότι στην Μυκηναϊκή Ελλάδα οι Διόσκοροι ήταν ιδιαίτερα γνωστοί από παλαιά, όπως αποδεικνύουν οι αναφορές Ορφέως, Ησιόδου και Ομήρου,[52] έχει δε υποστηριχθεί ότι μνεία τους γίνεται και σε πινακίδα της Γραμμικής Β’,[53] η οποία βεβαίως μπορεί να ανάγεται σε περίοδο παλαιότερη του 1300 π.Χ. περίπου που υποστηρίζει ο Χανιώτης![54] O Witczak, μάλιστα, θεωρεί ότι ο τύπος ‘Λακεδαιμονίω υιώ’, σε δυϊκό αριθμό, απαντώμενος στην Θηβαϊκή πινακίδα TH Gp 227.2, αναφέρεται στους Διοσκούρους.[55]
Τέλος από τον Maddoli η Αθηνά Ασία της Λακωνίας θεωρείται κληρονόμος της ως άνω Πότνιας,[56] η οποία από τον Παυσανία, Paus. 3.24.6-7, αναφέρεται ως εισαχθείσα από τους Διοσκούρους μετά την επιστροφή τους από την Κολχίδα. Πριν κλείσουμε την αναφορά μας στο σκοτεινό αυτό θέμα θα προχωρήσουμε σε δύο επισημάνσεις που μάλλον συσκοτίζουν περαιτέρω ένα θέμα που για τον Πετρόπουλο φαίνεται σαφές. Εν πρώτοις σημειώνουμε την άποψη σύμφωνα με την οποία το επίθετο μπορεί να συσχετίζεται με την Κύπρο, δεδομένης και της μεταφράσεως - μεταγραφής του όρου 'Asiya' στο Διάταγμα της Κανώπου σε 'Κύπρου' (στην Ελληνική)![57] Η δεύτερη επισήμανσή μας αναφέρεται στην ύπαρξη στην Άπω Επαρχία Πύλου τοπωνυμίου a-si-ja-ti-ja στο οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να αναφέρεται η Πότνιά μας![58] Σε κάθε περίπτωση πάντως το θέμα εμφανίζεται ασαφές, η δε απλουστευτική προσέγγιση που σχολιάσθηκε ανωτέρω λίγα μόνον έχει να προσφέρει ..
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Πετρόπουλος 2020. Του ανωτέρω προβληματική φαίνεται η σχέση με την Ελληνική γλώσσα, αφού σε κείμενά του απαντώνται πτωτικές ανακολουθίες κ.ά. γλωσσικά άνθη (έτσι στο βιογραφικό του διαβάζουμε: ο κος Στ.. Χρ.. αποτελεί Υποψήφιο Διδάκτωρ ..!).
[2]. Πάντως ο Χανιώτης χρησιμοποιεί τον όρο υπό μία πολύ ενδιαφέρουσα οπτική (προσωπική επικοινωνία):
"Το επίσημο όνομα αρχαίων ελληνικών πολιτικών κοινοτήτων είναι πάντοτε ο εθνικός προσδιορισμός των πολιτών τους, π.χ. Κνώσιοι και Χῖοι (όχι Κνωσός και Χῖος). Το «εθνικό» όνομα μερικές φορές συνοδεύεται από το ουσιαστικό δῆμος ή κοινόν: το όνομα του αθηναϊκού κράτους δεν είναι Ἀθῆναι, αλλά οἱ Ἀθηναῖοι ή ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων, το όνομα του μακεδονικού κράτους είναι οἱ Μακεδόνες, της Αιτωλίας οἱ Αἰτωλοί ή τὸ Κοινὸν τῶν Αἰτωλῶν, της Ηπείρου οἱ Ἀπειρῶται ή τὸ Ἔθνος τῶν Ἀπειρωτᾶν κ.οκ. Ο τρόπος με τον οποίο τα αρχαία ελληνικά κράτη ονόμαζαν τον εαυτό τους, προσδιόριζαν την ταυτότητά τους, είναι αποκαλυπτικός για ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό των αρχαίων ελληνικών κοινοτήτων, ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή, κατά την οποία μαρτυρείται ο ρόλος του δάμου: οι ελληνικές κοινότητες, σε αντίθεση προς τα βασίλεια των Χετταίων, των Αιγυπτίων, των Ασσυρίων κλπ. ταυτίζονται με τους πολίτες τους (όχι τους κατοίκους τους, αλλά τους πολίτες τους). Αυτό το δεδομένο συνιστά την ιδιαιτερότητα ενός αρχαίου ελληνικού «κράτους» και εξηγεί γιατί είναι καλύτερο να μιλάμε για «κοινότητα» και όχι κράτος. Στη νοοτροπία των πολιτών των σύγχρονων κρατών είναι βαθιά ριζωμένη η αντίληψη, ότι στην καλύτερη περίπτωση το κράτος είναι κάτι που βρίσκεται πάνω και έξω από τον πολίτη, στη χειρότερη ότι το κράτος είναι ο εχθρός ή ο καταπιεστής του πολίτη. Είναι μια αντίληψη που σχετίζεται με την ιστορία του κράτους και των θεσμών του στους νεότερους χρόνους. Όταν ο Νεοέλληνας αναφέρεται στο «κράτος» δεν εννοεί τον εαυτό του ως κομμάτι αυτού τους κράτους – αντίθετα από όταν αναφέρεται στην Ελλάδα ή στους Έλληνες. Ένας αρχαίος Έλληνας δεν θα μπορούσε καν να κάνει αυτή τη διάκριση, γιατί όταν ο Αθηναίος αναφέρεται στο κράτος του, στους Αθηναίους ή στον δήμο των Αθηναίων θεωρεί τον εαυτό του κομμάτι των Αθηναίων και του δήμου. Αυτή η απόλυτη ταύτιση κράτους και πολιτών ισχύει σε όλες τις κρατικές μορφές και τις μορφές πολιτεύματος, σε πόλεις-κράτη και ομοσπονδίες, σε δημοκρατίες, αριστοκρατίες, ολιγαρχίες ακόμα και σε κοινότητες υπό την εξουσία βασιλέων – δεν ισχύει όμως για τα αρχαία ανατολικά κράτη ούτε για τα μεγάλα πολυεθνικά βασίλεια που δημιουργήθηκαν μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου. Π.χ. το όνομα του «κράτους» των Μακεδόνων είναι «Μακεδόνες» συνοδευόμενο από το όνομα του βασιλέως. Για τον λόγο αυτό είναι καλύτερα όταν αναφερόμαστε στην πολιτειακή οργάνωση και τους θεσμούς της αρχαίας Ελλάδας να μην χρησιμοποιούμε τον όρο «κράτος» που προκαλεί συνειρμούς με σύγχρονες εμπειρίες, αλλά τον όρο «κοινότητα», για κρατικές οντότητες που έχουν πολίτες και όχι υπηκόους.
Αυτό ισχύει ήδη για τη μυκηναϊκή εποχή στην οποία αναφέρεται ο πρόλογός μου. Είναι κρίσιμη η σημασία της λέξης δῆμος ή δᾶμος, που είναι ένας από τους αρχαιότερους πολιτικούς όρους της ελληνικής γλώσσας. Τον συναντούμε για πρώτη φορά στα μυκηναϊκά κείμενα της γραμμικής γραφής Β΄ (δηλ. γύρω στο 1300 π.Χ.) στη μορφή δᾶμος. Από τα κείμενα συμπεραίνουμε ότι ο δᾶμος ήταν μάλλον μια κοινότητα με κάποιο μορφή αυτοδιοίκησης. Η ιδέα αυτή ταιριάζει και με την πιθανότερη ετυμολογία της λέξης δήμος, από το ρήμα δαίω, που σημαίνει μοιράζω, κατανέμω, αλλά και συμμετέχω σε γεύμα. Ο δήμος, αν σχετίζεται με το μοιράζω, είναι η υποδιαίρεση της ομάδας (επομένως η κοινότητα του οικισμού που συμμετέχει σε μια ευρύτερη κοινότητα), ή η κοινότητα των ανδρών που μοιράζεται το ίδιο φαγητό, δηλ. συμμετέχει σε συσσίτια. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση ο δήμος έχει την έννοια μιας κοινότητας, μιας ομάδας ανδρών που επιτελούν κοινές δράσεις, έχουν κοινά δικαιώματα.
Το πιο σημαντικό δεδομένο, που σχετίζεται με τις καταβολές του δήμου ως κοινότητας ανδρών, είναι ότι ο μυκηναϊκός δάμος κατείχε μεγάλες εκτάσεις γης που τις παραχωρούσε σε διάφορους άνδρες, μεταξύ άλλων και στον άνακτα. Αυτό προϋποθέτει ότι ο δήμος, για να λαμβάνει αποφάσεις, θα πρέπει να είχε κάποια μορφή συνέλευσης· δεύτερον, αυτό υποδηλώνει, ότι και οι αξιωματούχοι, δηλ. ο άναξ και ο λαβαγέτας (ο ηγέτης του στρατού) θεωρούνταν ότι βρίσκονται στην υπηρεσία του δήμου, η εξουσία τους αναγνωρίζεται από τον δήμο και η γη την οποία παίρνουν από το δήμο, τα τεμένη τους, είναι ένα είδος αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Αυτή είναι μια ιδέα που βρίσκεται και στον Όμηρο, όπου αναφέρεται ρητά ότι η γη (τέμενος) που έχουν οι βασιλείς και οι άλλοι πρόκριτοι τους έχει δοθεί από τον δήμο (π.χ. για τον Βελλερεφόντη αναφέρεται ότι οι Λύκιοι τέμενος τάμον ἔξοχον ἄλλων, του διάλεξαν ένα ξεχωριστό τέμενος). Επομένως στη μυκηναϊκή εποχή υπάρχουν στοιχεία κοινοτικής οργάνωσης, με δημόσια ιδιοκτησία υπό τον έλεγχο του δήμου και με συνέλευση του δήμου, που διαφοροποιούν τις Ελληνικές κοινότητες απόλυτα από τα ανατολικά απολυταρχικά βασίλεια."
[3]. Σύμφωνα με τα γραφόμενα από τον διακεκριμένο πανεπιστημιακό στην Εισαγωγή του βιβλίου του Γιαννόπουλου (Γιαννόπουλος 2020 [2012], σελ. xiv-xv) οι Έλληνες φαίνεται να αποκτούν την αυτοσυνειδησία τους κατά τους ιστορικούς χρόνους ('.. στους ιστορικούς χρόνους αυτοπροσδιορίζονταν ως «Έλληνες».')
[4]. Lund 2005. Ο ανωτέρω, αναφερόμενος στον Όμηρο, υποστηρίζει ότι από την ποίησή του δεν διαφαίνεται η ύπαρξη εθνισμού (ή εθνότητος) ως εκφράσεως ενός 'κοινοτικού' αισθήματος εθνοτικής μεγαλοπρέπειας, με την έννοια του μεταγενέστερου των Ελλήνων εν συγκρίσει πρός την βαρβαρότητα. Στον επικό ποιητή διαπιστώνει την ύπαρξη μόνον γλωσσικής διαφοροποιήσεως, αν και δέχεται ότι αυτή είναι αρνητικά φορτισμένη έναντι των βαρβάρων .. Μόνο με τους Περσικούς Πολέμους φαίνεται, κατά τον ίδιο πάντα μεταφραστη - καθηγητή, να αναδεικνύεται το ζεύγος Έλληνες - βάρβαροι. Ο Lund, ο οποίος αναφέρεται ως υποστηρίξας την Ελληνική εθνογένεση κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ., υπήρξε Δανός μεταφραστής, δάσκαλος γυμνασίου, 'κλασικός' φιλόλογος (Λατινικής και Νέας Ελληνικής), με σπουδές στο γνωστό μας Lund, το επίσης γνωστό μας ΑΠΘ και το Σοβιετικό Καλίνινγραντ, ενώ υπήρξε και επισκέπτης - λέκτωρ σε ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια του λεγομένου σοσιαλιστικού κόσμου, όπως η Ακαδημία Επιστημών της ΛΔΓ στο Βερολίνο. Το Πανεπιστήμιο Lund, με το οποίο συνεδέθη, απετέλεσε κρίσιμο παράγοντα στην θεσμοθέτηση - προώθηση της δημοτικής μεταξύ των ιθαγενών της Ελλάδος (μέσω Μεσεβρινού - Μυστακίδη, Χρ. Τσολάκη κ.ά.), μάλιστα δε στην κουκουέδικη εκδοχή της .. Γιά βιογραφικό του Lund βλ. <Βλ. βιογραφικό του στο: https://www.gyldendal.dk/forfattere/allan-a-lund-f4121>.
[5]. Γιαννόπουλος 2012.
[6]. Barjamovic 2021.
[7]. Beckman 2006, p. 288. Άλλωστε η συνθήκη μεταξύ του Χετταίου Tudhaliya IV και του Šaušga-muwa του Amurru χρησιμοποιεί τη λέξη LUGAL για να αναφερθεί στον βασιλέα του Ahhiyawa (Barnes 2008, p. 105, n. 312).
[8]. Κονιδάρης 2020a, σελ. 21-22; Nagy 2015.
[9]. Ο Πετρόπουλος (Πετρόπουλος 2012, σελ. 27) πράγματι αναφέρει: ".. αν και σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις τα διάφορα νεοχεττιτικά, όπως επικράτησε στην επιστήμη να χαρακτηρίζονται, κρατίδια που θα δημιουργηθούν σε ορισμένα σημεία όπου παλαιότερα υπήρχε συμπαγής χεττιτόφωνος (δική μας υπογράμμιση) πληθυσμός, θα εξακολουθήσουν με περηφάνια να θεωρούν εαυτούς φορείς και συνεχιστές του πάλαι ποτέ ακμάσαντος χεττιτικού πολιτισμού. Μόνο που η χρήση της σφηνοειδούς γραφής θα παύσει, διότι τώρα θα αντικατασταθεί από την λεγόμενη ιερογλυφική γραφή της Μικράς Ασίας, ενώ η γλώσσα που η εν λόγω γραφή θα καταγράφει δεν θα είναι πλέον η χεττιτική" ..
[10]. Κονιδάρης 2020, σελ. 30, σημ. 28,
[11]. Κονιδάρης 2020, σελ. 51-57, 120-128 (§ 6_2, 8_8).
[12]. Renfrew 1972, p. L.
[13]. Davenport 1964.
[14]. Ο Χανιώτης (προσωπική επικοινωνία) γράφει: "Ο όρος 'ανάκτορο' αποτελεί μετάφραση του αγγλικού palace", από μέρους μας όμως σημειώνουμε, με την ευκαιρία, ότι ο Αγγλικός όρος όπως και ο πρωιμότερος Λατινικός αποδίδονται κατά μίαν άποψη, στην Ινδοευρωπαϊκή ρίζα sed- ή sel- (Proto-Indo-European Etymological Dictionary, pp. 2576, 2596), ενώ κατά τον Τίτο Λίβιο η λέξη προέρχεται από τον Πάλλαντα και τους Αρκάδες αποίκους, που ίδρυσαν την πόλη Pallantium, Livy 1.5.1, ήτοι έχει Ελληνική συσχέτιση ή ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Πάντως υπάρχουν και άλλες απόψεις ...
[15]. Σύμφωνα με τον Χανιώτη (προσωπική επικοινωνία): "Ο όρος «ανάκτορο» αποτελεί μετάφραση του αγγλικού palace και αποτελεί αναχρονισμό που δημιουργεί εσφαλμένους συνειρμούς είτε με τα σύγχρονα ανάκτορα είτε με τα ανάκτορα των ανατολικών βασιλείων. Ο δόκιμος όρος για την κατοικία των ηγετών των μυκηναϊκών κοινοτήτων είναι «μέγαρον», όχι ανάκτορο. Αυτό που αποκαλούμε ανάκτορα είναι πολυσύνθετα οικοδομικά σύνολα με πληθώρα λειτουργιών (χώροι κατοικίας, συναθροίσεων, εργαστήρια, αποθήκες, αρχεία) και είναι καλύτερα να τα περιγράφουμε ως «διοικητικά κέντρα»".
[16]. Κονιδάρης 2020, σελ. 204, σημ. 851.
[17]. Κονιδάρης 2020, σελ. 211-212.
[18]. Legarra Herrero 2019-2020. Σύμφωνα με τους Parkinson and Galaty στην Μινωική Κρήτη το κράτος αναδύεται κατά την ΜΕΧ, ενώ στον ηπειρωτικό Ελλαδικό χώρο έχουμε αρχικώς τα αναδυόμενα κρατίδια (incipient states) της ΥΕ Ι-ΙΙ, τα οποία εν συνεχεία κατά την ΥΕ ΙΙΙ ολοκληρώθηκαν σε κρατικές οντότητες (Parkinson and Galaty 2007, p. 120, table 2; Doudalis 2022, p. 7). Άλλωστε στο μάθημα ARCH 2295:
State Formation in the Prehistoric Aegean του Brown αναφέρεται στην δημιουργία στο Αιγαίο της πρώιμης δεύτερης χιλιετίας κοινωνιών του επιπέδου κράτους - ' appearance in the early second millennium BC of state-level societies'- βλ. Cherry (Cherry 2014). Αξιοσημείωτη είναι σχετικώς η άποψη του Koehl: 'Οι αλλαγές που παρατηρούνται στον πολιτισμό της Κρητικής Εποχής του Χαλκού μετά τις καταστροφές της ΠΜ IIb αντικατοπτρίζουν μια σειρά αποφάσεων και στρατηγικών που υιοθετήθηκαν για την οικοδόμηση ενός Μινωικού έθνους από έναν πολυεθνικό πληθυσμό, ως εναλλακτική λύση στη ζωή σε μια κατάσταση αιώνιας συκρούσεως.' (Koehl 2016, p. 478). Για Μυκηναικό κράτος γράφει και ο Davis (Davis 2022). Παρόμοια είναι η άποψη του Kelder για το Μυκηναϊκό κράτος (Kelder 2010, pp. 99-106), για περαιτέρω σχολιασμό και απόψεις επί του θέματος βλ. Kelder & Waal (Kelder & Waal 2019) & Waal (Waal 2021).
Ενδιαφέρουσα σημειώνεται και η σχετική προσέγγιση του Κοσμόπουλου (Cosmopoulow 2024).
[19]. Κονιδάρης 2020, σελ. 16. Πρόκειται περί του Muhly ο οποίος μεταξύ των άλλων ανακριβειών και αθλιοτήτων είχε γράψει: "οι Μυκηναίοι ήσαν τόσο λίγο τμήμα του πολιτισμένου κόσμου της 2ης χιλιετίας π.Χ. όσο η Άγγλία ήταν μέρος του κόσμου του Περικλέους! καθώς και η Ελλάς μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν “μια απομακρυσμένη και περιφερειακή περιοχή, στο περιθώριο του πολιτισμένου κόσμου”..
[20]. Χαρακτηριστική είναι σχετική αναφορά του Dale: Η αρχαιολογική έρευνα τεκμηρίωσε σημαντική Μυκηναϊκή παρουσία σε διάφορους χώρους της Δυτικής Ανατολίας, ενώ η ανάλυση των κεραμεικών αποκάλυψε την ύπαρξη ενός υβριδικού ύφους Ανατολικού Αιγαίου-Δυτικής Ανατολίας (Dale 2017, p. 2).
[21]. Πάντως σε προσωπική επικοινωνία μας δήλωσε σχετικά: "Ως προς την εισαγωγή της λατρείας του Απόλλωνα, όντως δεν είναι βέβαιη".
[22]. Κονιδάρης 2020a, σελ. 228-239, σημ. 10_132, 133, 134, 135. Πάντως ο Hintze αναφέρει το Μυκηναϊκό a]-pe-ro2-[ne/Apellōnei, εμφανιζόμενο στην πινακίδα KN E 842.3. Όμως ο García Ramón αμφισβητεί την αναφορά του Απόλλωνος στην προαναφερθείσα θρυμματισμένη άλλωστε πινακίδα, πιθανολογεί δε ότι ο αναφερόμενος στις πινακίδες Γραμμικής Β’ Παιήων αφομοιώθηκε εν συνεχεία στον Απόλλωνα, ενώ συσχετίζει με τον Απόλλωνα και τον δευτερεύοντα θεό Δρίμιο. Στην Χεττιτική, όμως, υπάρχει αναφορά στον [Da-]ap-pa-li-u-na-aš (KUB 21.1 iv 27-29), συγγενούς προς τον Κύπριο Ἀπείλωνα και τον Δωρικό Ἀπέλλωνα, σε συνθήκη του Αλεξάνδρου της Τροίας με τον Muwatalli II (περί το 1280 π.Χ.). Ο Nagy συνδέει την Κυπριακή εκδοχή -a-pe-i-lo-ni/Ἀπείλωνι με το ουσιαστικό ἀπέλλαι, όπως επιβεβαιώνει η Κυπριακή παραλλαγή Ἀπείλων, και του αποδίδει εννοιολογική συσχέτιση με τον Λόγο. Επιπλέον υποστήριξη στην αρχαιότητα του μύθου παρέχει το γεγονός ότι το όνομα Αιγεύς απαντάται τουλάχιστον μία φορά στην Γραμμική Β’ (PY Ta 641). Γιά το θέμα βλ. και: Duev 2007, p. 225; Braun 2020, p. 13, n. 39. Άλλωστε σύμφωνα με τον Petrosyan: 'Τα ονόματα Alaksandu και Apaliuna δεν διαθέτουν ανάλογά τους στην ονομαστική της αρχαίας Ανατολίας, όντας προφανώς αποδόσεις των Ελληνικών Αλέξανδρος και Απόλλων' (Petrosyan 2017, pp. 348, 350). Σημειώνεται επίσης ότι σε πινακίδες των Θηβών και της Κνωσού υπάρχει αναφορά σε Σμινθέα, επίθετο που στον Όμηρο χαρακτηρίζει τον Απόλλωνα (Palaima 2004, p. 453).
[23]. Rutherford 2021, p. 168.
[24]. Blasweileriler 2016, p. 2.
[24a]. Backe-Hansen 2016, p. 11, n. 26.
[25]. Demargne 1948, p. 457.
[26]. Πετρόπουλος 2020, σελ. 499.
[27]. Petropoulos 2010, p. 2.
[28]. Lazova 1994, p. 204. n. 46.
[29]. Mylonas 1962, p. 292.
[30]. Mallory and Adams 2006, p. 434. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η άποψη του Burkert όπως αναφέρει ο Watkins (Watkins 1995, p. 149).
[31]. Είναι χαρακτηριστική η από μέρους του Lund υιοθέτηση του όρου 'Ινδο- Γερμανικός' με τις έντονες φυλετιστικές παραπομπές του, παρ' όλον ότι ο ίδιος υπήρξε πολέμιος του ναζισμού .. Αξιοσημείωτη η από μέρους του αναφορά σε Γερμανούς ήδη από τον πρώτο αι. μ.Χ. (Lund and Mateeva 1997), οι οποίοι έτσι εμφανίζονται περίπου σύγχρονοι των Ελλήνων .. Σημειώνεται ότι η Γερμανική μαρτυρείται από τον έκτο αι. μ.Χ!
[32]. Κονιδάρης 2020, σελ. 238-239, σημ. 1010, 1011, 1012, 1013.
[33]. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Συλλογή Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, αρ. ευρ. Π7711. Προέλευση: Μυκήνες, Βόρεια κλιτύς της ακρόπολης, κοντά στο μέγαρο. Διαστάσεις: Ύψος 7,8 εκ., μήκος 7 εκ., πλάτος/πάχος 5,5 εκ. Χρονολόγηση: 15ος -14ος αι. π.Χ. Χώρος έκθεσης: Έκθεση Μυκηναϊκών Αρχαιοτήτων, Aίθουσα 4, Προθήκη Μ 18. <https://www.namuseum.gr/monthly_artefact/scheseis-storgis/>
[34]. Watkins 1995, p. 149. Την Ελληνικότητα του Απόλλωνος φαίνεται να υποστηρίζει και ο Dales (Dales 2017, p. 7), ενώ και ο Mason πιθανολογεί την ταύτιση του ap-pa-li-u-na-aš με τον Απόλλωνα (Mason 2007, p. 8).
[35]. Ο Dales σημειώνει ότι η Τροία απετέλεσε αμφισβητούμενη περιφερειακή θέση διεκδικούμενη από Χετταίους και Αχιγιάβα (Dales 2017, p. 6).
[36]. Υπάρχει μία σφραγίδα με Λουβιανή ιερογλυφική, καθώς και άλλη με Γραμμική Α.
[37]. Κονιδάρης 2020, σελ. 71-74.
[38]. Woudhuizen and Zangger 2018, p. 53.
[39]. Αγαλματίδιο ελεφαντοστέινου Νεαρου Θεού (Seattle Art Museum no. 57.56, Margaret E. Fuller Purchase Fund, Photograph with permission © Seattle Art Museum. Βλ. <https://art.seattleartmuseum.org/internal/media/dispatcher/5126/literal%3Aresize%3Aformat%3Dpreview>).
[40]. Η παρατήρηση Ε' συνιστά κριτική απόψεως η οποία διατυπώνεται στην μονογραφία, η οποία - εκτιμούμε - συνιστά και θέση του υπογράφοντος την εισαγωγή.
[41]. Morris 2001. Όμως ο Mountjoy υποστηρίζει την ύπαρξη πολιτιστικής ενότητος περιλαμβάνουσας τις Μυκηναϊκές νήσους του ανατολικού / κεντρικού Αιγαίου και την δυτική Ανατολία (Mountjoy 1998).
[42]. Πετρόπουλος 2020, σελ. 500-501. Σημειώνεται πάντως ότι ο όρος έχει δώσει σειρά προσωπικών ονομάτων τα οποία είναι παρόντα σε πινακίδες της Γραμμικής Β: από την Πύλο (Cn 285.12; Eq 146.11), τις Μυκήνες (Au 653.12; Au 657.11) καθώς και την Κνωσό (Df 1469 + 1584b), βλ. Morris (Morris 2001).
[43]. Morris 2001, p. 43. Ενδιαφέρουσα για το κλίμα όπου κινούνται οι σχετικές απόψεις είναι η επισήμανση του Palmer ότι ο θρησκευτικός κόσμος των Μυκηναίων υπήρξε κατ’ ουσίαν προέκταση της Ανατολής!
[44]. Maddoli 1967; Cline 1997, p. 192.
[45]. Ergin 2007, p. 269, n. 2.
[46]. Σε κάθε περίπτωση μεταξύ των αναφερομένων προελεύσεων των εργατριών στην Πύλο περιλαμβάνεται η Μίλητος, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως Μινωική και εν συνεχεία Μυκηναϊκή αποικία ή έστω διαθέτουσα ισχυρή Ελλαδική παρουσία. Επίσης αναφέρονται και άλλες θέσεις αυξημένης Αιγαιακής επιρροής (Κνίδος, Ζέφυρος, Λήμνος, Κύθηρα κ.α.) βλ. Κονιδάρη (Κονιδάρης 2020a, σελ. 63-64).
[47]. Κονιδάρης 2020a, σελ. 31, σημ. 30.
[48]. Κονιδάρης 2020a, σελ. 31, σημ. 31.
[49]. Κονιδάρης 2020b, σελ. 46, σημ. 3_101. Βλ. επίσης την ανάρτηση: https://divinetwins.wordpress.com/2012/07/25/dioskouroi-asvins-and-linear-b/ καθώς και τους Gulizio et al. (Gulizio, Pluta and Palaima 2001, p. 456).
[50]. West 2007, p. 146.
[51]. Κονιδάρης 2020b, σελ. 46, σημ. 3_102.
[52]. Κονιδάρης 2020b, σελ. 46, σημ. 3_99.
[53]. Κονιδάρης 2020b, σελ. 46, σημ. 3_100.
[54]. Πράγματι ο Χανιώτης (προσωπική επικοινωνία) χρονολογεί τις πινακίδες Γραμμικής Β περί το 1300 π.Χ., ενώ σχετικά πρόσφατα o καθηγητής Κοσμόπουλος ανεκάλυψε μία πήλινη πινακίδα Γραμμικής Β’ στην Ίκλαινα Μεσσηνίας, χρονολογούμενη μεταξύ 1450-1350 π.Χ., ήτοι παλαιότερη όλων των μέχρι τώρα γνωστών πήλινων πινακίδων αυτής της γραφής (Κονιδάρης 2020a, σελ. 211). Το 1994 η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας, κατά την διάρκεια ανασκαφών σε λοφίσκο της κοινότητας Καυκανιάς, έφερε στο φώς προϊστορικό κτίσμα, καθώς και κροκάλη η οποία έφερε στην μία πλευρά διπλόν πέλεκυ και στην άλλη επιγραφή της Γραμμικής Β’. Η επιγραφή χρονολογήθηκε στον 17ο αιώνα π.Χ., κατακτώντας την θέση της παλαιότερης επιγραφής σε Γραμμική Β’, όμως η γνησιότητά της έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση!
[55]. Witczak 2011.
[56]. Maddoli 1967. Πάντως η Enrica Pugliese υποστηρίζει την αναφορά θεάς 'Ασία' σε πινακίδα Γραμμικής Α' από την Αγία Τριάδα!(Pugliese 2011, p. 69).
[57]. Palaima 1997, p. 629. Το Κανώπειο Διάταγμα είναι μία επιγραφή γραμμένη σε τρεις γραφές: αιγυπτιακά ιερογλυφικά, δημώδη αιγυπτιακή και αρχαία ελληνικά, που αντιγράφηκε σε διάφορες αρχαίες αιγυπτιακές αναμνηστικές στήλες (238 π.Χ.). Ο Palaima σημειώνει σχετικώς: "Some small points: Given the Egyptian Asiya-vs.-Alashiya evidence, and the apparent Greek translation of Asiya as Kuprou in the decree of Canopus (239/8 B.C.), one certainly should have included texts with the Mycenaean ethnic adjectival forms a-si-wi-ja and a-si-wi-jo that contrast both with ku-pi-ri-jo and with a-ra-si-jo in the Linear B texts. Knapp (p. 1) doubts the equation of Mycenaean a-ra-si-jo with Alashiya because the Mycenaeans also use ku-pi-ri-jo." Αναφορά σε Συρία, Φοινίκη [kftju] και Κύπρο γίνεται στην γραμμή 17 του κειμένου (Sharpe 1799-1881, p. 48).
[58]. Nakassis 2013, p. 44, n. 62. Το τοπωνύμιο πιθανώς αναφέρεται σε θέση περί το όρος Ιθώμη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιαννόπουλος, Θ. 2012. 'Πόθεν και πότε οι Έλληνες;' Οι υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήμης και η παρούσα κατάσταση της έρευνας για την πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισμού, Παν. εκδόσεις Κρήτης.
https://www.jstor.org/stable/4436752?seq=1
Lund, A. A. 2005. "Hellenentum und Hellenizität: Zur Ethnogenese und zur Ethnizität der antiken Hellenen," Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte Bd. 54, H. 1, pp. 1-17.
https://www.academia.edu/37382620/%CE%8C%CE%BC%CE%B7%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%91%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AE_%CF%83%CF%84%CE%BF_%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%BF%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%B9_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%91%CE%B9%CE%B3%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85_%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1_%CE%9C%CF%85%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1?auto=download&email_work_card=download-paper
Πετρόπουλος, Η. Κ. 2020. Όμηρος και Ανατολή στο σταυροδρόμι του Αιγαίου. Ιστορία, Αρχαιολογία, Μυθολογία, Αθήνα.
Κονιδάρης, Δ. 2020. Οι Χετταίοι και ο κόσμος του Αιγαίου, Αθήνα.
Davenport, W. 1964. "Hawaiian Feudalism" Expedition Magazine 6.2: n. pag. Expedition Magazine. Penn Museum, 1964 Web. 20 Apr 2021 <http://www.penn.museum/sites/expedition/?p=689>
http://www.talanta.nl/wp-content/uploads/2017/12/TAL-50-Zangger-Woudhuizen-7-XII-17.pdf
Woudhuizen, F., and E. Zangger. 2018. “Rediscovered Luwian Hieroglyphic Inscriptions from Western Asia Minor," Talanta L, pp. 9-56.
Mallory, J. P. and D. Q. Adams. 2006. The Oxford Introduction to Proto-Indo-European and the Proto-Indo-European World, Oxford.
Watkins, C. 1995. How to kill a dragon, Aspects of Indo-European poetics, New York / Oxford.
https://brill.com/view/journals/yago/4/1/article-p1_1.xml
Alepidou, A. 2019. “Near-Eastern Echoes in Iliad XVI 33-35.” CHS Research Bulletin 7.
https://research-bulletin.chs.harvard.edu/2019/05/31/report-near-eastern-echoes-in-iliad-xvi-33-35/
http://nrs.harvard.edu/urn-3:hlnc.essay:AlepidouA.Near-Eastern_Echoes_in_Iliad_XVI_33-35.2019
Alepidou, A. "Near Eastern Echoes in Iliad 16.33–35," in Yearbook of Ancient Greek Epic Online 4 (1), pp. 1-26.
https://www.ucl.ac.uk/archaeology/sites/archaeology/files/arcl0066_bronze_age_aegean_states_handbook_2019_20.pdf
Legarra Herrero, B. 2019-2020. ARCL 0066: The Emergence of Bronze Age Aegean States, 2019-2020 - Term 2, UCL (Institute of Archaeology).
http://www.oxbowbooks.com/pdfs/books/69381Prelims.pdf
Renfrew, C. 1972. The Emergence of Civilisation, Oxford & Oakville.
https://mospace.umsystem.edu/xmlui/bitstream/handle/10355/5762/research.pdf?sequence=3&isAllowed=y
Barnes, J. T. 2008. “Painting the wine-dark sea: Traveling Aegean fresco artists in the Middle and Late Bronze Age Eastern Mediterranean” (thes. Univ. of Missouri-Columbia).
https://www.academia.edu/36175971/Dale_on_Bachvarova_From_Hittite_to_Homer_Classical_Journal_2017_08_10_pdf?auto=download&campaign=weekly_digest
Dale, A. 2017. Rev. of M. R. Bachvarova, From Hittite to Homer: The Anatolian Background of Ancient Greek Epic, in CJ-Online, 2017.08.10.
https://www.academia.edu/41975044/Apollos_Cult_in_the_Black_Sea_Area_and_the_Greek_Colonists_Some_Remarks
Petropoulos, E. K. 2010. "Apollo’s Cult in the Black Sea Area and the Greek Colonists: Some Remarks," in Ancient Sacral Monument in the Black Sea, ed. by E. K. Petropoulos & A. A. Maslennikov, Thessaloniki, pp. 1-12.
https://www.cua-sozopol.com/en/images/docs/Thracia-Pontica-5_R.pdf
Lazova, T. 1994. “The Hyperborean Apollo. Palaeobalkan Realia in the Ancient Cultural Tradition,” in Thracia Pontica V, ed. M. Lazarov, C. Angelova, Varna, pp. 195-208.
Mylonas, G. E. 1962. "The Luvian invasions of Greece," Hesperia: The Journal of the American School of Classical Studies at Athens 31 (3), pp. 284-309.
Πετρόπουλος, Η. Κ. 2020. Όμηρος και Ανατολή στο σταυροδρόμι του Αιγαίου. Ιστορία, Αρχαιολογία, Μυθολογία, Αθήνα.
Ergin, G. 2007. “Anatolian Women in Linear B Texts: A General Review of the Evidence,” in Festschrift in Honor of Belkıs Dinçol and Ali Dinçol, ed. M. Alparslan, M. Doğan-Alparslan, H. PekerIstanbul, pp. 269-284.
https://canvas.brown.edu/courses/1023508/files/57152603/download?download_frd=1
Morris, S. P. 2001. “Potnia Aswiya: Anatolian Contributions to Greek Religion,” in Potnia: Deities and Religion in the Aegean Bronze Age (Aegaeum 5), ed. R. Laffineur, and R. Hagg, Liège and Austin, pp. 423-434.
http://smea.isma.cnr.it/wp-content/uploads/2015/07/Maddoli_Potinija-Asiwija-Asia.pdf
Maddoli, G. 1967. “Potinija Asiwiya e le relazione micenee con l’Anatolia settentrionale,” SMEA IV, pp. 11-22.
Κονιδάρης, Δ. 2020a. Οι Χετταίοι και ο κόσμος του Αιγαίου, Αθήνα.
West, M. L. 2007. Indo-European Poetry and Myth, Oxford.
Witczak, K. T. 2011. “Dioscuri in the Mycenaean Times,” <https://www.academia.edu/6878104/Dioscuri_in_the_Mycenaean_Times> (19 May 2014).
Κονιδάρης, Δ. 2020b. Ο Κινεζικός πολιτισμός και οι Ελλαδικές επιδράσεις, Αθήνα.
https://www.academia.edu/1638091/Religion_in_the_Room_of_the_Chariot_Tablets
Gulizio, G., K. Pluta, and T. G. Palaima. 2001. “Religion in the Room of the Chariot Tablets,” in POTNIA. Deities and Religion in the Aegean Bronze Age (Aegaeum 22), ed. R. Laffineur and R. Hägg, Liège / Austin, pp. 453-461.
Lund, A. A. and A. S. Mateeva. 1997. "Gibt es in der Taciteischen 'Germania' Beweise für kultische Männerbünde der frühen Germanen?," Zeitschrift für Religions- und Geistesgeschichte 49 (3), pp. 208-216.
Parkinson, W. A. and M. L. Galaty. 2007. "Secondary States in Perspective: An Integrated Approach to State Formation in the Prehistoric Aegean," American Anthropologist 109 (1), pp. 113–129.
Proto-Indo-European Etymological Dictionary, A Revised Edition of Julius Pokorny’s Indogermanisches Etymologisches. 2007, <https://marciorenato.files.wordpress.com/2012/01/pokorny-julius-proto-indo-european-etymological-dictionary.pdf> (24 May 2021).
https://www.researchgate.net/publication/336990120_Zeus_and_Dionysus_in_the_Light_of_Linear_B_records
Duev, R. 2007. "Zeus and Dionysus in the Light of Linear B Records," Colloquim Romanum, Pasiphae I, Pisa / Roma, pp. 223-230.
https://journals.uvic.ca/index.php/corvette/article/view/20008/8847
Braun, G. 2020. "Women in Mycenaean Greece: The Linear B Textual Evidence," The Corvette, pp. 6-19.
Barjamovic, G. 2021. "Business from the Beginning: Long Distance Trade in Anatolia c. 2500-1500 BCE," ARWA - Archaeology in Action, <https://youtu.be/s9Z4V9hCPHI?t=78>. (28 May 2021).
https://www.academia.edu/40901824/_Proto_Iliad_in_the_Context_of_Indo_European_Mythology?fbclid=IwAR0p7qt5jOSvE_5Ram-4EA35gWCU1MH8X1NOXoF6cVIfbcwcHutAcICHx_8
Petrosyan, A. 2017. "‘Proto-Iliad’ in the Context of Indo-European Mythology," in Bridging Times and Spaces. Festschrift in Honour of Gregory E. Areshian on the Occasion of His Sixty-Fifth Birthday, Oxford, pp. 347-352.
Palaima, T. G. 2004. "Appendix One: Linear B Sources," in Anthology of Classical Myth. Primary Sources in Translation, ed. S. M. Trzaskoma, R. Scott Smith, and S. Brunet, Indianapolis / Cambridge, pp. 439-454.
Demargne, P. 1948. "Bulletin archéologique. Civilisations pré-helléniques (1946-1947)," in Revue des Études Grecques, tome 61, fascicule 286-288, Juillet-décembre 1948. pp. 448-479.
https://www.academia.edu/12034867/The_Divinity_of_Lesbos
Mason, H. J. 2007. “The Divinity of Lesbos,” APA, Montréal.
https://www.brown.edu/Departments/Joukowsky_Institute/courses/aegean2014/files/27030364.docx
Cherry, J. 2014. ARCH 2295. State Formation in the Prehistoric Aegean, Spring Semester 2014, Brown Univ.
Koehl, R. B. 2016. "The Ambiguity of the Minoan Mind," in Metaphysis. Ritual, Myth and Symbolism in the Aegean Bronze Age (Aegaeum 39), ed. E. Alram-Stern, F. Blakolmer, S. Deger-Jalkotzy, R. Laffineur, and J. Weilhartner, Leuven and Liège, pp. 469-478.
Nagy, G. 2015. "East of the Achaeans: Making up for a missed opportunity while reading Hittite texts," Classical Inquiries, <https://classical-inquiries.chs.harvard.edu/east-of-the-achaeans-making-up-for-a-missed-opportunity-while-reading-hittite-texts/> (9 October 2021).
Cline, E. 2021. "1177 B.C.: When Civilization Collapsed | Eric Cline," <https://www.youtube.com/watch?v=M4LRHJlijVU> (12 December 2021).
http://sites.utexas.edu/scripts/files/2020/06/1997-TGP-revNearEasternAegeanTextsFromTheThirdToTheFirstMillenniaBC.pdf
Palaima, T. G. 1997. Rev. of A. Bernard Knapp, Near Eastern and Aegean Texts from the Third to the First Millennia B.C., in AJA 101 (3), p. 629.
Nakassis, D. 2013. Individuals and Society in Mycenaean Pylos (Mnemosyne Supplements 358), Leiden / Boston.
Blasweiler, J. 2016. "Anatolia in the Bronze Age: Map Languages Anatolia, North Syria and Upper Mesopotamia c. 1700 BC," <https://www.academia.edu/1050689/Map_languages_Anatolia_North_Syria_and_Upper_Mesopotamia_1700_BC> (18 December 2021).
https://brill.com/view/book/edcoll/9789004461598/BP000008.xml
Rutherford, I. 2021. "Diplomatic Marriage as an Engine for Religious Change: The Case of Assuwa and Ahhiyawa," in Linguistic and Cultural Interactions between Greece and Anatolia, In Search of the Golden Fleece (Culture and History of the Ancient Near East 122), pp. 167–181.
Beckman, G 2006. "Hittite treaties and the development of the cuneiform treaty tradition," in Die deuteronomistischen Geschictswerke. Redaktions-und religionsgeschichtliche perspektiven zur ‘Deuteronomismus’-diskussion in Tora und vorderen propheten, ed. M. Witte, K. Schmid, D. Prechel D & J. C. Gertz, Berlin, pp. 279-301.
https://www.cambridge.org/core/journals/anatolian-studies/article/east-aegeanwest-anatolian-interface-in-the-late-bronze-age-mycenaeans-and-the-kingdom-of-ahhiyawa/6BEF0FB8D95D05EE032A5B7E8A915C64
Mountjoy, P. A. 1998. "The East Aegean-West Anatolian Interface in the Late Bronze Age: Mycenaeans and the Kingdom of Ahhiyawa," AnatSt 48, pp. 33-68.
Patria, E. 2011. The ideophonetic system of Linear A, <https://www.enricapatria.com/file/The%20ideophonetic%20sistem%20of%20Linear%20A.pdf> (18 March 2022).
https://books.ub.uni-heidelberg.de/propylaeum/catalog/book/913
Doudalis, G. 2022. Mochlos in the Protopalatial Period. Ceramic Analysis and Social Perspectives in the Middle Bronze Age, Heidelberg: Propylaeum.
https://www.academia.edu/355137/1997_Cline_Achilles_in_Anatolia_article?auto=download&email_work_card=download-paper
Cline, Ε. Η. 1997. “Crossing Achilles in Anatolia: Myth, History, and the Assuwa Rebellion,” in Crossing Boundaries and Linking Horizons. Studies in Honor of Michael C. Astour on His 80th Birthday, ed. G. D. Young, M. W. Chavalas, and R. E. Averbeck, Bethesda, pp. 189-210.
https://ia600502.us.archive.org/0/items/cu31924026869564/cu31924026869564.pdf
Sharpe, S. 1799-1881, ed. and tr., The decree of Canopus in hieroglyphics and Greek, London.
Davis, J. L. 2022. A Greek State in Formation: The Origins of Civilization in Mycenaean Pylos (Sather Classical Lectures Book 75), Oakland.
https://www.academia.edu/218696/The_Kingdom_of_Mycenae?auto=download&email_work_card=download-paper
Kelder, J. 2010. The Kingdom of Mycenae, Bethesda, Maryland (CDL Press).
https://rune.une.edu.au/web/bitstream/1959.11/19919/6/open/SOURCE04.pdf
Backe-Hansen, W. K. 2016. The Concept of Retribution in Ancient Greek Thought and Cult.
https://www.aegeussociety.org/wp-content/uploads/2021/11/Kelder-Waal-2019-Wanax.pdf?fbclid=IwAR3nkQxuy2Bi8kuV0gOzDDU_O0EeMN_xxBMI4G5sbrFqtiFMFjF3dwcvFYQ
Kelder, J. M. & W. J. I. Waal, eds. 2019. From ‘LUGAL.GAL’ TO ‘WANAX’: Kingship and Political Organisation in the Late Bronze Age Aegean, Leiden.
https://scholarlypublications.universiteitleiden.nl/access/item%3A3277906/view
Waal, W. J. I. 2021. “Distorted Reflections? Writing in the Late Bronze Age Aegean in the Mirror of Anatolia,” in Culture and History of the Ancient Near East, ed. M. Bianconi, Leiden/Boston, pp. 197-232. Leiden/Boston: Brill. doi:10.1163/9789004461598_011
https://www.degruyter.com/document/doi/10.1515/9783111337852/html?fbclid=IwY2xjawFpzEFleHRuA2FlbQIxMAABHfNO6y5XFCdyNZ2rGT8dJCRmBamkOz6pxgLqywGe9G7LX8SLvG3E1KKoCA_aem_HAcz4wzza2r1hEUA4CH7iQ
Cosmopoulos, M. B. 2024. "The Mycenaean Legacy: Patterns of State Formation in Western Civilization," in The Future of the Past. Why Classical Studies still matter. Athenian Dialogues IV (Trends in Classics - Supplementary Volumes 173), ed. G. K. Giannakis, T. Papanghelis and A. Rengakos, DeGruyter, pp. 115-134.
DOI: 10.13140/RG.2.2.23352.88320
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ - ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ: 011024